Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Η...ΚΙΚΙΔΟΥ ΕΞΙΧΝΙΑΖΕΙ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Τετάρτη 5 Αυγούστου 1953. Περιοχή Μικρού Καβουριού Βουλιαγμένης. Ώρα 9 το βράδυ. Αυτή τη ζεστή καλοκαιρινή νύχτα, δεκάδες διασκορπισμένα ζευγάρια απολαμβάνουν τη θάλασσα και το ειδυλλιακό τοπίο...
Μικρές βάρκες πηγαινοέρχονται στην απέναντι πλευρά του Λαιμού Βουλιαγμένης, ενώ τα κοντινά παραθαλάσσια κέντρα σφύζουν από κόσμο.
Ξαφνικά, τέσσερις πυροβολισμοί διασπούν την ησυχία και τους … χαμηλότονους ερωτικούς ψιθύρους. Η μία σφαίρα προκαλεί διαμπερές τραύμα στον κρόταφο του 35χρονου ιδιωτικού υπαλλήλου Θόδωρου Δέγλερη και τον σκοτώνει ακαριαία. Άλλες δύο τραυματίζουν στην κοιλιακή χώρα και ελαφρά στο κεφάλι την 24ρονη φίλη του Σοφία Μαναβάκη και μία αστοχεί. Η Σ. Μαναβάκη αιμορραγεί δίπλα στο νεκρό φίλο της και καλεί σε βοήθεια. Από παντού ακούγονται φωνές αγωνίας και τα άλλα ζευγάρια απομακρύνονται από την περιοχή. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα νέος άντρας εμφανίζεται από το σκοτάδι και
πλησιάζει την Σ. Μαναβάκη.
«Θέλετε να σας βοηθήσω;» ρωτάει.
«Δείτε αν ζει ο αγαπημένος μου» απαντά εκείνη, γεμάτη αγωνία.
Ο νεαρός άντρας σκύβει πάνω από τον Θ. Δέγλερη και ακουμπά το αυτί στο στήθος του. Αμέσως μετά, με γρήγορες κινήσεις αφαιρεί το ρολόι του θύματος και ύστερα στρέφεται προς την Σ. Μαναβάκη, η οποία, καθώς είναι τραυματισμένη, δεν μπορεί να μετακινηθεί.
«Ζει» της λέει καθησυχαστικά. «Η καρδιά του κτυπάει».
Γύρω, ακούγονται φωνές. Πολίτες και αστυνομικοί, που έχουν ειδοποιηθεί, πλησιάζουν στο σημείο. Ο άγνωστος κοιτάζει γύρω ανήσυχα, ύστερα αρπάζει την τσάντα της γυναίκας και εξαφανίζεται. Χωρίς να το γνωρίζει, η Σ. Μαναβάκη έχει δει και συνομιλήσει με το δολοφόνο!
Η Σ. Μαναβάκη μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου διαφεύγει τον κίνδυνο, αλλά δεν μπορεί να δώσει ακριβή περιγραφή του δράστη, επικαλούμενη το σκοτάδι που επικρατούσε στην περιοχή την ώρα της δολοφονίας, αλλά και την κατάστασή της εξαιτίας του δικού της τραυματισμού. Οι αστυνομικοί ερευνούν την ευρύτερη περιοχή για πειστήρια και εξετάζουν όλες τις πιθανές εκδοχές. Οι εικασίες καλύπτουν κάθε ενδεχόμενο:
-το κίνητρο της δολοφονίας και του τραυματισμού να ήταν η ληστεία.
-ο δράστης να πρόκειται περί «διεστραμμένου παθολογικώς τύπου», δηλαδή να προέρχεται από «τους μπανιστάς, όπως λέγονται ούτοι» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 10/8/1953)
-το κίνητρο να αφορούσε σε λόγους αντιζηλίας, από την πλευρά είτε κάποιου παλιού εραστή της Σ. Μαναβάκη είτε κάποιας πρώην ερωμένης του Θ. Δέγλερη.
Το «σενάριο» αυτό τροφοδοτεί και η αρχική σιωπή της Σ. Μαναβάκη, καθώς και η δήλωσή της πως δεν είναι σε θέση να δώσει τα χαρακτηριστικά του δράστη, γεγονός που βάζει σε ποικίλες σκέψεις τους αστυνομικούς και δίνει χαρακτηριστικούς τίτλους στις εφημερίδες εκείνων των ημερών: «Έχει μυστικόν η Μαναβάκη;» («εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 7/8/1953), «Η Μαναβάκη γνωρίζει αλλά δεν θέλει να αποκαλύψη τον δράστη του διπλού εγκλήματος εν Βουλιαγμένη;» (εφημερίδα «Η Καθημερινή» - 8/8/1953)
Μετά τις πρώτες ημέρες και ενώ το μυστήριο γύρω από τη δολοφονία μεγαλώνει, οι εφημερίδες, που αφιερώνουν στην υπόθεση πολλές σελίδες, «βαφτίζουν» τον δράστη ως «Δράκο της Βουλιαγμένης». Την ίδια στιγμή, γίνονται προσαγωγές υπόπτων και σεσημασμένων κακοποιών, η Σ. Μαναβάκη δίνει διαδοχικές καταθέσεις και οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές προχωρούν σε αναπαράσταση του εγκλήματος ώστε να διαφωτιστούν ορισμένα σκοτεινά σημεία. Τίποτα, ωστόσο, δεν φέρνει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Επιπλέον, από το αρχείο ανασύρονται φάκελοι παλιότερων επιθέσεων στην περιοχή. Γίνεται γνωστό ότι, λίγες ημέρες νωρίτερα (στις 30 Ιουλίου), στην ίδια περιοχή ο Μιχάλης Καλλίτσης και η Ελισάβετ Καπρή είχαν δεχθεί, από άγνωστο, επίθεση με χειροβομβίδα με αποτέλεσμα να τραυματισθούν ελαφρά. Επιπλέον, επανεξετάζεται σοβαρά η παλιότερη υπόθεση του θανάτου του 23χρονου φοιτητή Φώτη Προβελέγγιου, ο οποίος το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου του 1952 κι ενώ βρισκόταν με μία φίλη του σε ερημικό σημείο στο Μικρό Καβούρι, τραυματίστηκε θανάσιμα όταν δέχτηκε στον κρόταφο μια μεγάλη πέτρα. Τότε, είχε επικρατήσει η εκδοχή πως η πέτρα είχε αποσπαστεί από ένα βράχο της περιοχής, αλλά κάποιες μαρτυρίες έκαναν λόγο για έναν στρατιώτη, που παραφυλούσε και έσπευσε να εξαφανιστεί αμέσως μετά.
Μερικές ημέρες αργότερα, οι αστυνομικοί εντοπίζουν στην ευρύτερη περιοχή την τσάντα της Σ. Μαναβάκη, το πορτοφόλι της άδειο από χρήματα (σ.σ.: ο δράστης είχε αφαιρέσει από το εσωτερικό, περίπου 30.000 δρχ.) και τα πέδιλα του δράστη, που εγκατέλειψε διαφεύγοντας. Το σημαντικότερο, όμως, εύρημα είναι το όπλο του εγκλήματος, ένα πιστόλι «Σμιθ & Γουένσον», που βρίσκεται κρυμμένο σε απόσταση 200 μέτρων από το σημείο της δολοφονίας. Στα ευρήματα υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα, όμως ο δράστης δεν είναι σεσημασμένος!
Η σφαίρα που αστόχησε, σφηνώθηκε στον κορμό ενός δένδρου (φωτογραφία από τα αρχεία της Σήμανσης, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρησις Χωροφυλακής», Απρίλιος 1970)
Η περιοχή ερημώνει από επισκέπτες και οι αστυνομικοί οργανώνουν αποσπάσματα για τη σύλληψη του δράστη. Συγκεχυμένες πληροφορίες φθάνουν από πολίτες που υποστηρίζουν πως είδαν το δράστη σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Ένας βοσκός, μάλιστα, θα καταγγείλει πως ο «Δράκος της Βουλιαγμένης» τον κράτησε όμηρο από το βράδυ της 14ης ως το πρωί της 15ης Αυγούστου σε ερημικό σημείο της περιοχής του Σουνίου. Επικρατεί πλήρες σκοτάδι και έντονη σύγχυση, τη στιγμή που η ανησυχία του κόσμου διαρκώς διογκώνεται.
Σε αυτό το κλίμα, το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου, ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» Θόδωρος Δράκος αναλαμβάνει μια ιδιόμορφη πρωτοβουλία, επιχειρώντας να βοηθήσει στην αποκάλυψη του δολοφόνου και παραλλήλως να επιτύχει ένα εντυπωσιακό ρεπορτάζ.
«Στις 2.30 μ.μ. (…) μετέβην εντελώς απρόοπτα στον αριθμόν 19 της οδού Μετσόβου και εζήτησα να ιδώ την κυρία Ελένην Κικίδου, αναγνωρισμένο μέντιουμ της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» θα γράψει ο ίδιος την επόμενη ημέρα στην «Ακρόπολη». «Εγνώριζα καλώς από σχετικές επιστημονικές μελέτες ότι υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν το χάρισμα να ‘’βλέπουν’’ μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου και να διαβάζουν τη σκέψη του, όπως σε ένα βιβλίο. Επίσης, μπορούν να ζήσουν έντονα κάτι που έγινε και να το παραστήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Κι εγώ ήθελα να μάθω πώς ακριβώς διεπράχθη το έγκλημα, ποιος ήταν ο δράστης του, γιατί εγκλημάτισε, πώς ακολούθως διέφυγε και πού σήμερα βρίσκεται κρυμμένος και αγωνιά».
Η Ελ. Κικίδου είχε μαθητεύσει κοντά στον ψυχίατρο Άγγελο Τανάγρα, ιδρυτή της «Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» και ήταν διάσημη για τη διαισθητική της ικανότητα. Ήταν μέλος της «Ελληνικής Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» και άλλων ομοειδών οργανώσεων του εξωτερικού.
Δέχεται τον Θ. Δράκο και ακούει το αίτημά του. Όμως αρχικώς αρνείται, λέγοντας ότι η αποκάλυψη του δράστη «είναι έργον των ανακριτικών αρχών. Εμάς δεν μας επιτρέπουν να μπερδευόμαστε στα πόδια τους». Αλλά ο Θ. Δράκος επιμένει, επικαλούμενος την κοινή γνώμη «που αγωνιά να μάθη και να ησυχάση. Η ελάχιστη πληροφορία θα ήταν σημαντική στο έργον της ανακρίσεως». Οι αντιρρήσεις του μέντιουμ κάμπτονται και τελικώς πείθεται να πραγματοποιήσει ένα «πείραμα διοράσεως».
Το ίδιο βράδυ κατεβαίνουν, συνοδευόμενοι από τη βοηθό της Ελ. Κικίδου, στην Βουλιαγμένη και με βάρκα περνούν, απέναντι, στο Καβούρι. Με τη βοήθεια ενός μικρού φακού, ανηφορίζουν και οι τρεις ως το σημείο της δολοφονίας. Η ώρα είναι 10 το βράδυ.
«(…) Η κυρία Κικίδου οδηγούμενη από τη διορατικότητά της, απ’ την εκπληκτική διαίσθησή της πατάει ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου. Νοιώθει έναν απερίγραπτον κλονισμόν, γέρνει πάνω στον ώμο της φίλης της. Και ξαφνικά αρχίζει να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνήν της δολοφονίας.
‘’Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο. Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο πλαγίως σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά. Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει (…) προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του. Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι (…). Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν. (…) Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια … Του λείπουν πολλά δόντια (…)’’» (από το ρεπορτάζ εφημερίδας της «Ακρόπολις» στις 19/8/1953).
Η Ελ. Κικίδου, τη στιγμή του «πειράματος διοράσεως» στον τόπο του εγκλήματος, στο Μικρό Καβούρι. Δίπλα της, ο δημοσιογράφος Θ. Δράκος (φωτοτυπία φωτογραφίας, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 19/8/1953)
Σύμφωνα με την ενόραση της Ελ. Κικίδου, ο δράστης «δεν ήτο αλήτης. Επρόκειτο περί ανθρώπου ικανού να αλλάζει κοστούμια (…). Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. (…) Δεν είναι μεγάλο πιστόλι (…) και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία (…). Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα. (…) Κανείς δεν τον υποπτεύεται. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Την νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο. Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει από τότε αναστατώσει τη ζωή. Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. (…) Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους. (…)» (από το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ακρόπολις» στις 19/8/1953).
Πολλά χρόνια αργότερα, η Ελ. Κικίδου θα πει, περιγράφοντας εκείνη την εμπειρία της: «Πριν αναμειχθώ στην υπόθεση (…) δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα, ούτε παρακολουθούσα ιδιαίτερα τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες. (…) Το πείραμα διήρκεσε περίπου 1-2 ώρες. (…) Όταν φτάσαμε στον τόπο του εγκλήματος, περπάτησα στα βήματα του δολοφόνου. Διότι έχει αποδειχθεί επιστημονικώς -αυτό λέγεται πείραμα ψυχομετρίας- ότι οι άνθρωποι αφήνουν την αύρα τους, μια ενέργεια, από κει που πέρασαν. Έρχεται σαν μια φωτογραφία στον εγκέφαλο. Είναι κάτι φοβερό. (…) Όλα τα έπιανα εν εγρηγόρσει, σαν ταινία. Δηλαδή, ‘‘είδα’’ όλο το έγκλημα, όπως έγινε. (…) Το καταπληκτικό ήταν ότι έκανα ακριβώς την κίνηση δείχνοντας την ουλή (…).Δηλαδή, φωτογραφία. Πόντο δεν έπεσα έξω. Είπα (σ.σ.: στον Θ. Δράκο) ‘’Έλα εδώ’’ για να μη μου φύγει η εικόνα. Λέω: ‘’Έχει μια ουλή από χαλασμένα δόντια’’. (…) Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά (…)»
Την επόμενη ημέρα, η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει το σχετικό ρεπορτάζ υπό τον εντυπωσιακό πρωτοσέλιδο τίτλο: «Το μέντιουμ Ελένη Κικίδου, χθες την 10ην νυκτερινήν εις το Μικρό Καβούρι όπου εδολοφονήθη ο Δέγλερης, απεκάλυψε τον ‘’Δράκο της Βουλιαγμένης’’» και τον επεξηγηματικό υπέρτιτλο: «Με την βοήθειαν της ‘’διοράσεως’’ προς ανακάλυψιν του δολοφόνου». Το θέμα γίνεται το βασικό θέμα συζήτησης και η κυκλοφορία της εφημερίδας εκτινάσσεται στα ύψη. Η ίδια η Ελ. Κικίδου, πέντε δεκαετίες αργότερα θα πει πως «ο Θ. Δράκος με πλησίασε ανθρώπινα και όχι για να με χρησιμοποιήσει ώστε να κάνει μια δημοσιογραφική επιτυχία, αν και οι εφημερίδες του έγιναν ανάρπαστες. Ξέρετε τι λεφτά έβγαλαν από μένα;» (από το http://eglima.wordpress.com/2006/12/10/vuliagmeni_1/ )




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου