(Από το http://elkibra-rebetiko.blogspot.com/2009_04_01_archive.html )
Tη φωτογραφία αυτή την αγόρασα κάποτε στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Δεν είμαι συλλέκτης παλιών φωτογραφιών, επιλεκτικά μόνο. Τη βρήκα σ' ένα τρίτροχο με καροτσάκι, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα ανόμοια "σκουπίδια". Μου μίλησε η φωτογραφία και την πήρα γιά ένα τίποτα. Από τότε, την έχω και τη βλέπω. Με ρωτούν συχνά: "οι γονείς σου;". Κι όταν λέω όχι και εξηγώ, με κοιτούν παραξενεμένοι. Αυτή η
θάλασσα, η γκρίζα απογεματινή θάλασσα, κάπου
με στέλνει. Μπορεί να είναι από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας, αλλά εμένα με στέλνει προς το Σούνιο, ή σ΄εκείνο τη στενή ασφαλτο που πάει δίπλα στη θάλασσα, κάτω χαμηλά, στο δρόμο προς τη Κόρινθο. Τον ξεχασμένο πιά δρόμο, κάτω απ' την "υπέρλαμπρη" αρτηρία Σκαραμαγκά-Κορίνθου. Εκεί κάτω σ' αυτό το δρόμο, αν τον πάρετε καμιά φορά, θα δείτε ένα κόσμο ξεχασμένο, αγκυροβολημένο ανάμεσα στο 1930-1950. Σπίτια και βιλίτσες παλιού καιρού που ανοίγουν τα Σαββατοκύριακα. Εκεί μέσα, πίσω απ' τα θολά τζάμια, ανθρώπους φαντάζομαι, μεγάλης ηλικίας, να παίζουν χαρτιά, να κάνουν βεγγέρες, να μιλάνε γιά παλιές αναμνήσεις.
Αυτοί οι δυό άνθρωποι, παντρεμένοι φαίνουνται. Ο άντρας πρέπει νά'ναι ως και 20 χρόνια μεγαλύτερος απ' τη γυναίκα. Έχει φάει τα ψωμιά του, καταδύεται σε θολά τοπία προσωπικής μοναξιάς. Μόλις έχει αποτελειώσει ένα χαμόγελο, ή μόλις θα το ξεκινήσει. Στο κουνημένο χέρι, κάτι που δε διακρίνεται κρατάει. Μπορεί νά'ναι και τυφλός. Το πουκάμισό του, κουμπωμένο ως το τελευταίο κουμπί (συνήθεια παλιότερη των μεγάλων ανθρώπων). Τ΄αυτιά του, σα μικρασιάτικα μου φαίνονται, αλλά δε μπορεί να ξέρει κανείς.
Αυτή η γυναίκα που είναι γερμένη πάνω του και τον κρατάει, δείτε τη προσεκτικά. Είναι από κείνες τις παλιές γυναίκες που δε μασούσαν. Είναι δυνατή, κάνει μπάμ. Σαν άγγελος τον κρατάει, είναι ο σύντροφος της ζωής της. Τον προστάτεψε, τον κανάκεψε, τώρα είναι αφημένος, ολοκληρωτικά, στα χέρια της. Το βλέμμα της στραποβολάει καλωσύνη, γνώση, σοφία γήινη. Τα ρούχα της, όπως και τα δικά του, χρόνια πολλά τά'χουν. Παλιά, γερά ρούχα. Έχει ριγμένο ένα παλτουδάκι πάνω της που ανεμίζει.
Είναι φευγάτοι αυτοί οι δυό άνθρωποι, χρόνια πολλά τώρα. Κάπου στο κενό περιφέρονται, αυτή του κρατάει το χέρι κι αυτός, ακολουθεί πειθήνεια...
Tη φωτογραφία αυτή την αγόρασα κάποτε στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Δεν είμαι συλλέκτης παλιών φωτογραφιών, επιλεκτικά μόνο. Τη βρήκα σ' ένα τρίτροχο με καροτσάκι, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα ανόμοια "σκουπίδια". Μου μίλησε η φωτογραφία και την πήρα γιά ένα τίποτα. Από τότε, την έχω και τη βλέπω. Με ρωτούν συχνά: "οι γονείς σου;". Κι όταν λέω όχι και εξηγώ, με κοιτούν παραξενεμένοι. Αυτή η
θάλασσα, η γκρίζα απογεματινή θάλασσα, κάπου
με στέλνει. Μπορεί να είναι από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας, αλλά εμένα με στέλνει προς το Σούνιο, ή σ΄εκείνο τη στενή ασφαλτο που πάει δίπλα στη θάλασσα, κάτω χαμηλά, στο δρόμο προς τη Κόρινθο. Τον ξεχασμένο πιά δρόμο, κάτω απ' την "υπέρλαμπρη" αρτηρία Σκαραμαγκά-Κορίνθου. Εκεί κάτω σ' αυτό το δρόμο, αν τον πάρετε καμιά φορά, θα δείτε ένα κόσμο ξεχασμένο, αγκυροβολημένο ανάμεσα στο 1930-1950. Σπίτια και βιλίτσες παλιού καιρού που ανοίγουν τα Σαββατοκύριακα. Εκεί μέσα, πίσω απ' τα θολά τζάμια, ανθρώπους φαντάζομαι, μεγάλης ηλικίας, να παίζουν χαρτιά, να κάνουν βεγγέρες, να μιλάνε γιά παλιές αναμνήσεις.
Αυτοί οι δυό άνθρωποι, παντρεμένοι φαίνουνται. Ο άντρας πρέπει νά'ναι ως και 20 χρόνια μεγαλύτερος απ' τη γυναίκα. Έχει φάει τα ψωμιά του, καταδύεται σε θολά τοπία προσωπικής μοναξιάς. Μόλις έχει αποτελειώσει ένα χαμόγελο, ή μόλις θα το ξεκινήσει. Στο κουνημένο χέρι, κάτι που δε διακρίνεται κρατάει. Μπορεί νά'ναι και τυφλός. Το πουκάμισό του, κουμπωμένο ως το τελευταίο κουμπί (συνήθεια παλιότερη των μεγάλων ανθρώπων). Τ΄αυτιά του, σα μικρασιάτικα μου φαίνονται, αλλά δε μπορεί να ξέρει κανείς.
Αυτή η γυναίκα που είναι γερμένη πάνω του και τον κρατάει, δείτε τη προσεκτικά. Είναι από κείνες τις παλιές γυναίκες που δε μασούσαν. Είναι δυνατή, κάνει μπάμ. Σαν άγγελος τον κρατάει, είναι ο σύντροφος της ζωής της. Τον προστάτεψε, τον κανάκεψε, τώρα είναι αφημένος, ολοκληρωτικά, στα χέρια της. Το βλέμμα της στραποβολάει καλωσύνη, γνώση, σοφία γήινη. Τα ρούχα της, όπως και τα δικά του, χρόνια πολλά τά'χουν. Παλιά, γερά ρούχα. Έχει ριγμένο ένα παλτουδάκι πάνω της που ανεμίζει.
Είναι φευγάτοι αυτοί οι δυό άνθρωποι, χρόνια πολλά τώρα. Κάπου στο κενό περιφέρονται, αυτή του κρατάει το χέρι κι αυτός, ακολουθεί πειθήνεια...
Με συγκίνησε απίστευτα η περιγραφή σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο παρακολουθώ το blog σου Bravo! πολύ καλή δουλειά
Χερετισμούς απ τον βορρά : )
Φίλε μου η περιγραφή σου με..πήρε μαζί της,με ταξίδεψε!.. και σαν για μια στιγμή να ξέφυγα και εγώ,όπως και εσύ..μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίκος
Συνεχίστε την πολύ καλή δουλειά τού blog σας, μας συγκινείτε συνεχώς με το υλικό σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή