Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και το κόμμα του, η ΕΡΕ, είχαν καταφέρει από τις εκλογές του 1956 να είναι οι κυρίαρχοι του πολιτικού σκηνικού.
Σ’ αυτό είχαν συντελέσει δύο παράγοντες: O ένας ήταν το εκλογικό σύστημα της προηγούμενης αναμέτρησης, το λεγόμενο «τριφασικό» που τους είχε δώσει την ευκαιρία να αποκτήσουν την άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 165 εδρών, παρότι είχαν έλθει δεύτεροι σε ψήφους. Ο δεύτερος ήταν ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός των δυνάμεων του Κέντρου, με την ταυτόχρονη προσπάθεια άρθρωσης κεντροαριστερού λόγου και τη «στέγασή» του σε πολιτικούς φορείς. Κάτι τέτοιο είχαν επιχειρήσει να κάνουν δύο κόμματα –πολιτικά κληροδοτήματα. Κυρίως το ΔΚΕΛ των Αλέξανδρου Σβώλου και Γεωργίου Καρτάλη και δευτερευόντως η ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα.
Μια προσπάθεια επανένωσης του κεντρώου χώρου είχε γίνει ένα χρόνο πριν από τις εκλογές της 11ης Μαΐου. Είχαν
και πάλι τεθεί κάτω από την ίδια σκέπη οι δύο άσπονδοι φίλοι και παραδοσιακοί διεκδικητές της πρωτοκαθεδρίας του βενιζελικού χώρου: Ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Ο γιος του ιδρυτή του Κόμματος Φιλελευθέρων διέλυσε τη Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ένωση (ΦΔΕ) που είχε συστήσει προ διετίας για να αναλάβει τη συναρχηγία που του προσέφερε ο «Γέρος». Όπως είχε κάνει εκείνος τέσσερα χρόνια νωρίτερα διαλύοντας το δικό του κόμμα, το Δημοκρατικόν Σοσιαλιστικόν…
Όμως, ούτε τα νώτα τους συμβάδισαν ποτέ, ούτε φρέσκο πολιτικό λόγο κατάφεραν να παρουσιάσουν. «Γηρασμένο κόμμα» τούς αποκαλούσε ο Καραμανλής εκμεταλλευόμενος και επικοινωνιακά το γεγονός ότι ήταν κατά 19 χρόνια νεότερος του Παπανδρέου και κατά 13 του Βενιζέλου.
Κι εκείνοι, οι κατ’ ανάγκην συγκάτοικοι του Κόμματος Φιλελευθέρων, δεν στόχευαν τόσο την κυβέρνηση αλλά την ΕΔΑ, κάνοντας λόγο για «ξενοκίνητα ανδρείκελα της άκρας Αριστεράς, τελούντα μονίμως εις διατεταγμένην ξενοελληνικήν υπηρεσίαν». Χαρακτήριζαν και την ΕΡΕ «κυβέρνησιν εθνικής υποτέλειας, σκανδάλων και ψεύδους» αλλά γνώριζαν ότι προς αλλού ήταν η «διαρροή» των ψηφοφόρων τους…
Με αυτή την κυβέρνηση όμως ο Παπανδρέου είχε συμφωνήσει, ερήμην των άλλων δυνάμεων της αντιπολίτευσης και -κατά μία πηγή- του «συγκατοίκου» του Βενιζέλου, το νέο εκλογικό σύστημα, της ενισχυμένης αναλογικής.
Δεν είχε καν ξημερώσει, οι δείκτες των ρολογιών έδειχναν 6 π.μ. της 27ης Φεβρουαρίου 1958 όταν ο «Γέρος» άνοιγε την πόρτα της κατοικίας του στο Καστρί για να δεχθεί μυστικά τον υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Τάκο Μακρή. Δεν χρειάστηκε παρά μόνο μία ώρα για να συμφωνήσουν αφού, άλλωστε, είχε γίνει προεργασία μηνών γι’ αυτό το αποτέλεσμα. Την είχαν κάνει τα Ανάκτορα που ήθελαν ένα σαφώς αστικό κόμμα (πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που απέκτησε συναρχηγό τον τακτικό συνομιλητή τους Σοφοκλή) ως εφεδρεία του συστήματος, πίσω από την ΕΡΕ.
Ο Γ. Παπανδρέου είπε το «ναι» εκτιμώντας ότι θα απορροφήσει τα μικρότερα κόμματα (ΔΚΕΛ, ΕΠΕΚ και πιθανόν το ΚΑΕ) του Κέντρου, αφού το νέο εκλογικό σύστημα έδιδε το δικαίωμα της συμμετοχής στη β’ κατανομή των εδρών μόνο στα κόμματα που θα έπιαναν το 25%. Για τον κίνδυνο, δε, επανάληψης συνεργασίας κομμάτων (κατά τα πρότυπα του 1956) προβλεπόταν το όριο του 40% για τους συνασπισμούς.
Είχαν συμπληρωθεί μόλις 4,5 ώρες από τη στιγμή που ο Μακρής έφυγε από το Καστρί και ο πρωθυπουργός Καραμανλής συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο για να παρουσιάσει το νέο εκλογικό σύστημα.
Δύο υπουργοί (και πολύ αργότερα… συμπέθεροι και, σύντομα, εκ νέου επιτελάρχες του Καραμανλή), ο -μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης (Δημοσίων Έργων) και ο Παναγής Παπαληγούρας (Βιομηχανίας και Εμπορίου) υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Διαμαρτυρήθηκαν και για το εκλογικό σύστημα αλλά και για τις εν κρυπτώ κινήσεις του πρωθυπουργού.
Ο Παπαληγούρας τού έστειλε και μια σκληρή επιστολή, με την οποία του καταλόγιζε ότι με δική του ευθύνη «το Υπουργικόν Συμβούλιον παύει πλέον να λειτουργεί κατά τους όρους του πολιτεύματος», ενώ ο Ράλλης ανακοίνωσε από το πολιτικό του γραφείο ότι «παρητήθη διότι διεφώνησεν επί του κατατεθέντος νομοσχεδίου περί της ενισχυμένης αναλογικής, η οποία κατά τη γνώμην του ωφελεί την Αριστερά».
Οι εξελίξεις, πάντως, δικαίωσαν τον Ράλλη αλλά εκείνες οι παραιτήσεις, όπως και οι άλλες που ακολούθησαν, μάλλον θα πρέπει να ενταχθούν (στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον) στην πρώτη οργανωμένη -και τελευταία- προσπάθεια αμφισβήτησης του Καραμανλή στο εσωτερικό του συντηρητικού πολιτικού χώρου.
Δύο ημέρες αργότερα (1 Μαρτίου) η κυβέρνηση απώλεσε την πλειοψηφία αφού 15 συνολικά βουλευτές, με επικεφαλής τον τέως αντιπρόεδρό της Ανδρέα Αποστολίδη και με συμμετοχή των Παπαληγούρα και Ράλλη, με δήλωση που κατέθεσαν επίσημα στην Εθνική Αντιπροσωπεία απέσυραν την εμπιστοσύνη τους. Οι υπόλοιποι δώδεκα ήταν οι Αθανάσιος Γκελεστάθης, Ανδρέας Δερδεμέζης, Απόστολος Καρασπήλιος, Διονύσιος Καρρέρ, Πάρις Λιαρούτσος, Νικόλαος Μήτρου, Θεμιστοκλής Μπάλλας, Ιωάννης Νικόλιτσας, Γρηγόριος Παπαδόπετρος, Δημήτριος Πετροπουλάκος, Φώτιος Πιτούλης και Νικόλαος Σπέντζας.
Ο Αποστολίδης, ο οποίος είχε παραιτηθεί από την αντιπροεδρία από τις 17 Ιουλίου του προηγούμενου έτους (λόγω διαφωνιών στους κυβερνητικούς χειρισμούς για το Κυπριακό), ήταν ο επικεφαλής της ομάδας. Γραφόμενα δε της εποχής τον έφεραν (με τις ευλογίες του Βενιζέλου) ως πρωθυπουργό μεταβατικής κυβέρνησης. Κι ο ίδιος μετά την αποχώρησή του και από την ΕΡΕ δεν δίσταζε να τραβήξει το σχοινί.
«Ονομαζόμεθα», έλεγε, «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις αλλά αντί ριζοσπαστικών λύσεων, εγινόμεθα ημέρα με την ημέρα όργανα αοράτου οικονομικής ολιγαρχίας».
Η ΕΡΕ είχε μείνει πια με 149 βουλευτές που σύντομα τους ξανάκανε 152 ο Καραμανλής, καθώς ήταν διορατικός και δεν ήθελε να μείνει εκτός εξουσίας. Ανέβηκε στο Παλάτι και εισηγήθηκε στον βασιλέα Παύλο τη διάλυση της Βουλής.
Σ’ αυτό είχαν συντελέσει δύο παράγοντες: O ένας ήταν το εκλογικό σύστημα της προηγούμενης αναμέτρησης, το λεγόμενο «τριφασικό» που τους είχε δώσει την ευκαιρία να αποκτήσουν την άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 165 εδρών, παρότι είχαν έλθει δεύτεροι σε ψήφους. Ο δεύτερος ήταν ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός των δυνάμεων του Κέντρου, με την ταυτόχρονη προσπάθεια άρθρωσης κεντροαριστερού λόγου και τη «στέγασή» του σε πολιτικούς φορείς. Κάτι τέτοιο είχαν επιχειρήσει να κάνουν δύο κόμματα –πολιτικά κληροδοτήματα. Κυρίως το ΔΚΕΛ των Αλέξανδρου Σβώλου και Γεωργίου Καρτάλη και δευτερευόντως η ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα.
Μια προσπάθεια επανένωσης του κεντρώου χώρου είχε γίνει ένα χρόνο πριν από τις εκλογές της 11ης Μαΐου. Είχαν
και πάλι τεθεί κάτω από την ίδια σκέπη οι δύο άσπονδοι φίλοι και παραδοσιακοί διεκδικητές της πρωτοκαθεδρίας του βενιζελικού χώρου: Ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Ο γιος του ιδρυτή του Κόμματος Φιλελευθέρων διέλυσε τη Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ένωση (ΦΔΕ) που είχε συστήσει προ διετίας για να αναλάβει τη συναρχηγία που του προσέφερε ο «Γέρος». Όπως είχε κάνει εκείνος τέσσερα χρόνια νωρίτερα διαλύοντας το δικό του κόμμα, το Δημοκρατικόν Σοσιαλιστικόν…
Όμως, ούτε τα νώτα τους συμβάδισαν ποτέ, ούτε φρέσκο πολιτικό λόγο κατάφεραν να παρουσιάσουν. «Γηρασμένο κόμμα» τούς αποκαλούσε ο Καραμανλής εκμεταλλευόμενος και επικοινωνιακά το γεγονός ότι ήταν κατά 19 χρόνια νεότερος του Παπανδρέου και κατά 13 του Βενιζέλου.
Κι εκείνοι, οι κατ’ ανάγκην συγκάτοικοι του Κόμματος Φιλελευθέρων, δεν στόχευαν τόσο την κυβέρνηση αλλά την ΕΔΑ, κάνοντας λόγο για «ξενοκίνητα ανδρείκελα της άκρας Αριστεράς, τελούντα μονίμως εις διατεταγμένην ξενοελληνικήν υπηρεσίαν». Χαρακτήριζαν και την ΕΡΕ «κυβέρνησιν εθνικής υποτέλειας, σκανδάλων και ψεύδους» αλλά γνώριζαν ότι προς αλλού ήταν η «διαρροή» των ψηφοφόρων τους…
Με αυτή την κυβέρνηση όμως ο Παπανδρέου είχε συμφωνήσει, ερήμην των άλλων δυνάμεων της αντιπολίτευσης και -κατά μία πηγή- του «συγκατοίκου» του Βενιζέλου, το νέο εκλογικό σύστημα, της ενισχυμένης αναλογικής.
Δεν είχε καν ξημερώσει, οι δείκτες των ρολογιών έδειχναν 6 π.μ. της 27ης Φεβρουαρίου 1958 όταν ο «Γέρος» άνοιγε την πόρτα της κατοικίας του στο Καστρί για να δεχθεί μυστικά τον υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Τάκο Μακρή. Δεν χρειάστηκε παρά μόνο μία ώρα για να συμφωνήσουν αφού, άλλωστε, είχε γίνει προεργασία μηνών γι’ αυτό το αποτέλεσμα. Την είχαν κάνει τα Ανάκτορα που ήθελαν ένα σαφώς αστικό κόμμα (πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που απέκτησε συναρχηγό τον τακτικό συνομιλητή τους Σοφοκλή) ως εφεδρεία του συστήματος, πίσω από την ΕΡΕ.
Ο Γ. Παπανδρέου είπε το «ναι» εκτιμώντας ότι θα απορροφήσει τα μικρότερα κόμματα (ΔΚΕΛ, ΕΠΕΚ και πιθανόν το ΚΑΕ) του Κέντρου, αφού το νέο εκλογικό σύστημα έδιδε το δικαίωμα της συμμετοχής στη β’ κατανομή των εδρών μόνο στα κόμματα που θα έπιαναν το 25%. Για τον κίνδυνο, δε, επανάληψης συνεργασίας κομμάτων (κατά τα πρότυπα του 1956) προβλεπόταν το όριο του 40% για τους συνασπισμούς.
Είχαν συμπληρωθεί μόλις 4,5 ώρες από τη στιγμή που ο Μακρής έφυγε από το Καστρί και ο πρωθυπουργός Καραμανλής συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο για να παρουσιάσει το νέο εκλογικό σύστημα.
Δύο υπουργοί (και πολύ αργότερα… συμπέθεροι και, σύντομα, εκ νέου επιτελάρχες του Καραμανλή), ο -μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης (Δημοσίων Έργων) και ο Παναγής Παπαληγούρας (Βιομηχανίας και Εμπορίου) υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Διαμαρτυρήθηκαν και για το εκλογικό σύστημα αλλά και για τις εν κρυπτώ κινήσεις του πρωθυπουργού.
Ο Παπαληγούρας τού έστειλε και μια σκληρή επιστολή, με την οποία του καταλόγιζε ότι με δική του ευθύνη «το Υπουργικόν Συμβούλιον παύει πλέον να λειτουργεί κατά τους όρους του πολιτεύματος», ενώ ο Ράλλης ανακοίνωσε από το πολιτικό του γραφείο ότι «παρητήθη διότι διεφώνησεν επί του κατατεθέντος νομοσχεδίου περί της ενισχυμένης αναλογικής, η οποία κατά τη γνώμην του ωφελεί την Αριστερά».
Οι εξελίξεις, πάντως, δικαίωσαν τον Ράλλη αλλά εκείνες οι παραιτήσεις, όπως και οι άλλες που ακολούθησαν, μάλλον θα πρέπει να ενταχθούν (στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον) στην πρώτη οργανωμένη -και τελευταία- προσπάθεια αμφισβήτησης του Καραμανλή στο εσωτερικό του συντηρητικού πολιτικού χώρου.
Δύο ημέρες αργότερα (1 Μαρτίου) η κυβέρνηση απώλεσε την πλειοψηφία αφού 15 συνολικά βουλευτές, με επικεφαλής τον τέως αντιπρόεδρό της Ανδρέα Αποστολίδη και με συμμετοχή των Παπαληγούρα και Ράλλη, με δήλωση που κατέθεσαν επίσημα στην Εθνική Αντιπροσωπεία απέσυραν την εμπιστοσύνη τους. Οι υπόλοιποι δώδεκα ήταν οι Αθανάσιος Γκελεστάθης, Ανδρέας Δερδεμέζης, Απόστολος Καρασπήλιος, Διονύσιος Καρρέρ, Πάρις Λιαρούτσος, Νικόλαος Μήτρου, Θεμιστοκλής Μπάλλας, Ιωάννης Νικόλιτσας, Γρηγόριος Παπαδόπετρος, Δημήτριος Πετροπουλάκος, Φώτιος Πιτούλης και Νικόλαος Σπέντζας.
Ο Αποστολίδης, ο οποίος είχε παραιτηθεί από την αντιπροεδρία από τις 17 Ιουλίου του προηγούμενου έτους (λόγω διαφωνιών στους κυβερνητικούς χειρισμούς για το Κυπριακό), ήταν ο επικεφαλής της ομάδας. Γραφόμενα δε της εποχής τον έφεραν (με τις ευλογίες του Βενιζέλου) ως πρωθυπουργό μεταβατικής κυβέρνησης. Κι ο ίδιος μετά την αποχώρησή του και από την ΕΡΕ δεν δίσταζε να τραβήξει το σχοινί.
«Ονομαζόμεθα», έλεγε, «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις αλλά αντί ριζοσπαστικών λύσεων, εγινόμεθα ημέρα με την ημέρα όργανα αοράτου οικονομικής ολιγαρχίας».
Η ΕΡΕ είχε μείνει πια με 149 βουλευτές που σύντομα τους ξανάκανε 152 ο Καραμανλής, καθώς ήταν διορατικός και δεν ήθελε να μείνει εκτός εξουσίας. Ανέβηκε στο Παλάτι και εισηγήθηκε στον βασιλέα Παύλο τη διάλυση της Βουλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου