Στις 12 Μαίου συμπληρώθηκαν 64 χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας του.
Απόσπασμα από την εφημερίδα «Μάχη» Απρίλιος 1950. (Μάργαρης Νίκος: Ιστορία της Μακρονήσου. τ.2, σ.502-505, από το http://tsak-giorgis.blogspot.com/2011/05/12-1947.html):
«…Η τρίτη σειρά ήλθε την 20 Οκτωβρίου 1949 και περιελάμβανε τους 10ο και 12ο κλωβούς του στρατοπέδου «Ρέντη», αποτελείτο δε εκ 470 ανδρών. Εις τη σειράν αυτήν κατόπιν επίμονων προσπαθειών και συνεχών παρατάσεων της προθεσμίας υπογραφής δηλώσεως παρέμειναν εις
το τέλος περί τους 35 μόνον εξόριστοι άνευ υπογραφής….Η «Μάχη» παραθέτει σε συνέχεια κι ένα απόσπασμα από αφήγηση εξορίστου που το προλογίζει έτσι: Αλλά καλύτερα να μας τα περιγράψη ολ’ αυτά ένα μαρτυρικό θύμα της Γ’ αποστολής, που ήρθε μόλις στις 15 Μαρτίου στην Αθήνα. Απελύθει δυνάμει της υπ’ αριθμ. 53/1446/58 της 2/12/49 διαταγής του Υπουργείου Δημ. Τάξεως. Και από την αναμόρφωσιν είχε πάθει: 1) Διάσειση εγκεφαλική. 2) Οιδήματα πνευμονικά κι ακόμη εξ αιτίας τους δεν μπορεί να μιλήση παρά μόνον ψιθυριστά. 3) Αιμοπτύσεις. 4) Αιμάτωμα στο αριστερό μάτι. 5) Δύο κατάγματα στην κνήμη του αριστερού ποδιού. 6) Πολλαπλά κατάγματα στα οστά του δεξιού πλέγματος. 7) Εγκαύματα από τσιγάρα στα χείλη, πίσω από τα’ αυτιά, κάτω από τα δάκτυλα των ποδιών κι’ ανάμεσα στα δάκτυλα των χεριών. 8) Αποστήματα στους μηρούς και τους γλουτούς, για τη διάλυση των οποίων του έκαναν αφαιμάξεις. 9) Απόστημα στη ράχη. 10) Μώλωπες, εκδορές και μαύρισμα σ’ όλο του το σώμα.
Να τι μας αφηγείται το τραγικό αυτό θύμα των «Αναμορφωτηρίων»:
«….Είχαμε σαστίσει από το θέαμα αυτό, από τα τραβήγματα, από τις φωνές και από τα μεγάφωνα που όσο περνούσε η ώρα γινόντουσαν και πιο απειλητικά: Ή θα υπογράψετε αμέσως ή θα πεθάνετε σιγά – σιγά! Κανείς δεν φεύγει χωρίς δήλωση από τη Μακρόνησο! Τρελλοί ή πεθαμένοι θα υπογράψετε!
Μέχρι την 1 η ώρα από τους 500 οι 300 είχαν υπογράψει. Τους άλλους 200 μας μάζεψαν ξανά και μας έδωσαν δύο ώρες προθεσμία τάχα για να σκεφτούμε. Στην πραγματικότητα η προθεσμία αυτή δόθηκε στους αλφαμίτες για να μπορέσουν με τη βία και το ξύλο να μας τραβούν έναν – έναν στο Α2 για υπογραφή. Ξαναμπήκε στο χώρο αυτό που είμαστε, όλος ο κόσμος. Μας καταξέσκισαν με τα τραβήγματα. Μερικούς τους χτύπησαν άσχημα. Ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου χτυπήθηκε στο κεφάλι και έπεσε λιπόθυμος. Άλλους τους έπιασαν 5-6 και τους πήγαιναν στα γραφεία σηκωτούς.
Στις 3 τα μεγάφωνα έδωσαν τη διαταγή ν’ απομακρυνθούν όλοι οι πολίτες του ΕΣΑΙ (Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών) και οι στρατιώτες και όσοι από μας έκαναν δήλωση. Μείναμε μόνο 70. Ύστερα απ’ αυτό τα μεγάφωνα έδωσαν νέα διαταγή: «Οι αλφαμίτες να κάνουν ακόμα μια προσπάθεια». Δηλ. να μας πάνε με τη βία στα γραφεία. Τότε ξαναχύθηκε πάλι στο στρατόπεδο, όλο εκείνο το πλήθος με φωνές με ρόπαλα και με ορθοστάτες από τις σκηνές. Τριάντα απ’ αυτούς τραβούν και δέρνουν έναν από εμάς, τον βρίζουν, τον ξεσκίζουν, τον σέρνουν κάτω, τον κλωτσούν. Μερικοί λιποθυμούσαν κι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Ζητούσαμε λίγο νερό και μας έλεγαν: Να η θάλασσα!
Είχαμε μισοτρελλαθεί! Καθώς αποσπούσαν κάθε τόσο δύο-τρεις και τους λυνσάριζαν σχεδόν μπροστά μας, μας έτρωγε η αγωνία: «Πότε θάρθει η σειρά μου;» Αυτό ήταν το πιο φρικτό μαρτύριο.
Ύστερα από κάθε ομαδική επίθεση εναντίον μας, για την οποία έδιναν το σύνθημα οι σάλπιγγες ή τα μεγάφωνα, το δράμα μας έφτανε στο κατακόρυφο. Με αλαλαγμούς και ουρλιάσματα ορμούσαν πάνω στα εξαντλημένα θύματά τους. Περνούσε κάμποση ώρα ανήκουστου βασανισμού και σε λίγο το στρατόπεδο παρουσίαζε μια τραγική για όλους εικόνα και πιο τραγική για όσους από μας μπορούσαν να σηκωθούν και να τη δουν: Κάτω δεκάδες πολτοποιημένα και αναίσθητα σώματα, άλλα κορμιά σπαρτάριζαν με τρομακτικά βογγητά, κι ανάμεσά τους τριγύριζαν τρελλοί, βγάζοντας άναρθρες κραυγές ή φωνάζοντας ασυναρτησίες.
Στις 4 είχαμε μείνει 35-40. Τότε δόθηκε από το μεγάφωνο η διαταγή:
«Ν’ απομακρυνθούν όλοι. Η αστυνομία στη θέση της, να τιμωρήσει σκληρά τους προδότες, τους εγκληματίες κλπ.»
Απεχώρησε το πλήθος. Οι αλφαμίτες μας έβαλαν στη γραμμή κατά δυάδες. Τι στιγμή αυτή περνούσανε από μπροστά μας «παρελαύνοντες» όσοι είχαν κάνει δήλωση από τις προηγούμενες αποστολές, ενώ το μεγάφωνο καλούσε τους Εσαΐτες και τους στρατιώτες για ένα «θερμό χειροκρότημα» σε κείνους που είχαν «ανανήψει». Αυτοί, παρά τα χειροκροτήματα, περνούσαν με τα κεφάλια σκυμμένα, σα να πήγαιναν σε κηδεία.
Ύστερα από την παράσταση αυτή, μας πήραν οι αλφαμίτες και μας οδήγησαν προς το ύψωμα για να μας πάνε στη χαράδρα. Από ορισμένες σκηνές βγαίνανε άλλοι αλφαμίτες με τα σύνεργα που θα χρησιμοποιούσαν για την «αναμόρφωσή» μας. Ξύλα από μπαμπού, ορθοστάτες σκηνών, συρματόσκοινα, βούρδουλες από καουτσούκ, τανάλιες για τα νύχια κ.ά.
Από τη στιγμή που βγήκαμε έξω από το χώρο των σκηνών άρχισαν να μας χτυπούν. Πολλοί μας χτυπούσαν στο κεφάλι. Γι’ αυτό μερικοί έπεσαν αναίσθητοι στον ανήφορο, πριν φτάσουμε στη χαράδρα. Όταν φτάσαμε εκεί ο λοχαγός Ιωαννίδης διέταξε να σταματήσει το ξύλο και να καθίσουμε κάτω. Μας τόνισε για τελευταία φορά πως αν δεν κάνουμε δήλωση θα πεθάνουμε κι άρχισε να φωνάζη έναν-έναν:
- Σήκω εσύ απάνω.
Εκείνος που είχε την τύχη συκωνόταν.
- Θα υπογράψεις;
- Όχι!
Αμέσως τον άρπαζαν 5-6 αλφαμίτες.
- Γδύσου και προχώρει.
Μας άφησαν μόνο το σώβρακο. Άλλους που βιάστηκαν να τους αρχίσουν στο ξύλο, τους έπαιρναν προτού προλάβουν να τα βγάλουν όλα, στο βάθος της χαράδρας. Όταν με πήγαν εμένα, είχαν οδηγήσει πρωτύτερα αρκετούς. Είχαν αρχίσει οι φωνές και τα βογγητά, τα αίματα οι παρακρούσεις. Τίποτε δεν τους συγκινούσε. Κάθε τόσο επειδή κουράζονταν αυτοί, ο Ιωαννίδης και ο Παπαγιαννόπουλος σήμαιναν με τη σφυρίχτρα διάλειμμα να ξεκουραστούν και μετά πάλι με σφύριγμα τους διέτασσε να ξαναρχίσουν. Κάθε τόσο ο Ιωαννίδης έριχνε και μια ριπή στον αέρα.
Όταν έφτασα στο βάθος, είδα έναν αλφαμίτη να καίει με το αναμμένο τσιγάρο του ένα λιπόθυμο εξόριστο στα χείλη για να διαπιστώσει αν πραγματικά είναι λιπόθυμος ή προσποιείτο.
Από τη στιγμή που έφαγα τις πρώτες, όλα σκοτείνιασαν μπροστά μου και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο πια. Έμαθα μονάχα ότι όλοι οι 35-40 κατέβηκαν με φορεία.
Συνήλθα μετά ένα μήνα και είδα ότι βρισκόμουν σ’ ένα νοσοκομείο (στο Γ’ Κέντρο). Δίπλα μου είδα τον Παρασκευόπουλο με σπασμένα πόδια και με «τρόμο» της κεφαλής». Τον Ταγκαρέλη από την Ήπειρο, που κατούραγε αίμα. Τον Κουτρουμάνο που δεν μπορούσε να μιλήσει και κρατούσε διαρκώς το κεφάλι να μη του φύγει. Άλλος με τα χέρια ή με τα πόδια στον γύψο.
Μου είπαν ότι μέσα στο θάλαμο που ήμουν εγώ, δηλαδή στο θάλαμο 6, ξεψύχησε ο Αδάμος από την περιοχή Αγρινίου.
Όλοι όσοι είμαστε στο νοσοκομείο του Γ’ Κέντρου, γύρω στους 80, είμαστε κατάμαυροι σε όλο το σώμα, αν κι είχε περάσει ένας μήνας.
Μ’ έδιωξαν από το νοσοκομείο χωρίς να γίνω καλά. Με πήγαν με το φορείο στο «Τρελλάδικο», καθώς και τον Παπακωνσταντίνου»
Απόσπασμα από την εφημερίδα «Μάχη» Απρίλιος 1950. (Μάργαρης Νίκος: Ιστορία της Μακρονήσου. τ.2, σ.502-505, από το http://tsak-giorgis.blogspot.com/2011/05/12-1947.html):
«…Η τρίτη σειρά ήλθε την 20 Οκτωβρίου 1949 και περιελάμβανε τους 10ο και 12ο κλωβούς του στρατοπέδου «Ρέντη», αποτελείτο δε εκ 470 ανδρών. Εις τη σειράν αυτήν κατόπιν επίμονων προσπαθειών και συνεχών παρατάσεων της προθεσμίας υπογραφής δηλώσεως παρέμειναν εις
το τέλος περί τους 35 μόνον εξόριστοι άνευ υπογραφής….Η «Μάχη» παραθέτει σε συνέχεια κι ένα απόσπασμα από αφήγηση εξορίστου που το προλογίζει έτσι: Αλλά καλύτερα να μας τα περιγράψη ολ’ αυτά ένα μαρτυρικό θύμα της Γ’ αποστολής, που ήρθε μόλις στις 15 Μαρτίου στην Αθήνα. Απελύθει δυνάμει της υπ’ αριθμ. 53/1446/58 της 2/12/49 διαταγής του Υπουργείου Δημ. Τάξεως. Και από την αναμόρφωσιν είχε πάθει: 1) Διάσειση εγκεφαλική. 2) Οιδήματα πνευμονικά κι ακόμη εξ αιτίας τους δεν μπορεί να μιλήση παρά μόνον ψιθυριστά. 3) Αιμοπτύσεις. 4) Αιμάτωμα στο αριστερό μάτι. 5) Δύο κατάγματα στην κνήμη του αριστερού ποδιού. 6) Πολλαπλά κατάγματα στα οστά του δεξιού πλέγματος. 7) Εγκαύματα από τσιγάρα στα χείλη, πίσω από τα’ αυτιά, κάτω από τα δάκτυλα των ποδιών κι’ ανάμεσα στα δάκτυλα των χεριών. 8) Αποστήματα στους μηρούς και τους γλουτούς, για τη διάλυση των οποίων του έκαναν αφαιμάξεις. 9) Απόστημα στη ράχη. 10) Μώλωπες, εκδορές και μαύρισμα σ’ όλο του το σώμα.
Να τι μας αφηγείται το τραγικό αυτό θύμα των «Αναμορφωτηρίων»:
«….Είχαμε σαστίσει από το θέαμα αυτό, από τα τραβήγματα, από τις φωνές και από τα μεγάφωνα που όσο περνούσε η ώρα γινόντουσαν και πιο απειλητικά: Ή θα υπογράψετε αμέσως ή θα πεθάνετε σιγά – σιγά! Κανείς δεν φεύγει χωρίς δήλωση από τη Μακρόνησο! Τρελλοί ή πεθαμένοι θα υπογράψετε!
Μέχρι την 1 η ώρα από τους 500 οι 300 είχαν υπογράψει. Τους άλλους 200 μας μάζεψαν ξανά και μας έδωσαν δύο ώρες προθεσμία τάχα για να σκεφτούμε. Στην πραγματικότητα η προθεσμία αυτή δόθηκε στους αλφαμίτες για να μπορέσουν με τη βία και το ξύλο να μας τραβούν έναν – έναν στο Α2 για υπογραφή. Ξαναμπήκε στο χώρο αυτό που είμαστε, όλος ο κόσμος. Μας καταξέσκισαν με τα τραβήγματα. Μερικούς τους χτύπησαν άσχημα. Ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου χτυπήθηκε στο κεφάλι και έπεσε λιπόθυμος. Άλλους τους έπιασαν 5-6 και τους πήγαιναν στα γραφεία σηκωτούς.
Στις 3 τα μεγάφωνα έδωσαν τη διαταγή ν’ απομακρυνθούν όλοι οι πολίτες του ΕΣΑΙ (Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών) και οι στρατιώτες και όσοι από μας έκαναν δήλωση. Μείναμε μόνο 70. Ύστερα απ’ αυτό τα μεγάφωνα έδωσαν νέα διαταγή: «Οι αλφαμίτες να κάνουν ακόμα μια προσπάθεια». Δηλ. να μας πάνε με τη βία στα γραφεία. Τότε ξαναχύθηκε πάλι στο στρατόπεδο, όλο εκείνο το πλήθος με φωνές με ρόπαλα και με ορθοστάτες από τις σκηνές. Τριάντα απ’ αυτούς τραβούν και δέρνουν έναν από εμάς, τον βρίζουν, τον ξεσκίζουν, τον σέρνουν κάτω, τον κλωτσούν. Μερικοί λιποθυμούσαν κι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Ζητούσαμε λίγο νερό και μας έλεγαν: Να η θάλασσα!
Είχαμε μισοτρελλαθεί! Καθώς αποσπούσαν κάθε τόσο δύο-τρεις και τους λυνσάριζαν σχεδόν μπροστά μας, μας έτρωγε η αγωνία: «Πότε θάρθει η σειρά μου;» Αυτό ήταν το πιο φρικτό μαρτύριο.
Ύστερα από κάθε ομαδική επίθεση εναντίον μας, για την οποία έδιναν το σύνθημα οι σάλπιγγες ή τα μεγάφωνα, το δράμα μας έφτανε στο κατακόρυφο. Με αλαλαγμούς και ουρλιάσματα ορμούσαν πάνω στα εξαντλημένα θύματά τους. Περνούσε κάμποση ώρα ανήκουστου βασανισμού και σε λίγο το στρατόπεδο παρουσίαζε μια τραγική για όλους εικόνα και πιο τραγική για όσους από μας μπορούσαν να σηκωθούν και να τη δουν: Κάτω δεκάδες πολτοποιημένα και αναίσθητα σώματα, άλλα κορμιά σπαρτάριζαν με τρομακτικά βογγητά, κι ανάμεσά τους τριγύριζαν τρελλοί, βγάζοντας άναρθρες κραυγές ή φωνάζοντας ασυναρτησίες.
Στις 4 είχαμε μείνει 35-40. Τότε δόθηκε από το μεγάφωνο η διαταγή:
«Ν’ απομακρυνθούν όλοι. Η αστυνομία στη θέση της, να τιμωρήσει σκληρά τους προδότες, τους εγκληματίες κλπ.»
Απεχώρησε το πλήθος. Οι αλφαμίτες μας έβαλαν στη γραμμή κατά δυάδες. Τι στιγμή αυτή περνούσανε από μπροστά μας «παρελαύνοντες» όσοι είχαν κάνει δήλωση από τις προηγούμενες αποστολές, ενώ το μεγάφωνο καλούσε τους Εσαΐτες και τους στρατιώτες για ένα «θερμό χειροκρότημα» σε κείνους που είχαν «ανανήψει». Αυτοί, παρά τα χειροκροτήματα, περνούσαν με τα κεφάλια σκυμμένα, σα να πήγαιναν σε κηδεία.
Ύστερα από την παράσταση αυτή, μας πήραν οι αλφαμίτες και μας οδήγησαν προς το ύψωμα για να μας πάνε στη χαράδρα. Από ορισμένες σκηνές βγαίνανε άλλοι αλφαμίτες με τα σύνεργα που θα χρησιμοποιούσαν για την «αναμόρφωσή» μας. Ξύλα από μπαμπού, ορθοστάτες σκηνών, συρματόσκοινα, βούρδουλες από καουτσούκ, τανάλιες για τα νύχια κ.ά.
Από τη στιγμή που βγήκαμε έξω από το χώρο των σκηνών άρχισαν να μας χτυπούν. Πολλοί μας χτυπούσαν στο κεφάλι. Γι’ αυτό μερικοί έπεσαν αναίσθητοι στον ανήφορο, πριν φτάσουμε στη χαράδρα. Όταν φτάσαμε εκεί ο λοχαγός Ιωαννίδης διέταξε να σταματήσει το ξύλο και να καθίσουμε κάτω. Μας τόνισε για τελευταία φορά πως αν δεν κάνουμε δήλωση θα πεθάνουμε κι άρχισε να φωνάζη έναν-έναν:
- Σήκω εσύ απάνω.
Εκείνος που είχε την τύχη συκωνόταν.
- Θα υπογράψεις;
- Όχι!
Αμέσως τον άρπαζαν 5-6 αλφαμίτες.
- Γδύσου και προχώρει.
Μας άφησαν μόνο το σώβρακο. Άλλους που βιάστηκαν να τους αρχίσουν στο ξύλο, τους έπαιρναν προτού προλάβουν να τα βγάλουν όλα, στο βάθος της χαράδρας. Όταν με πήγαν εμένα, είχαν οδηγήσει πρωτύτερα αρκετούς. Είχαν αρχίσει οι φωνές και τα βογγητά, τα αίματα οι παρακρούσεις. Τίποτε δεν τους συγκινούσε. Κάθε τόσο επειδή κουράζονταν αυτοί, ο Ιωαννίδης και ο Παπαγιαννόπουλος σήμαιναν με τη σφυρίχτρα διάλειμμα να ξεκουραστούν και μετά πάλι με σφύριγμα τους διέτασσε να ξαναρχίσουν. Κάθε τόσο ο Ιωαννίδης έριχνε και μια ριπή στον αέρα.
Όταν έφτασα στο βάθος, είδα έναν αλφαμίτη να καίει με το αναμμένο τσιγάρο του ένα λιπόθυμο εξόριστο στα χείλη για να διαπιστώσει αν πραγματικά είναι λιπόθυμος ή προσποιείτο.
Από τη στιγμή που έφαγα τις πρώτες, όλα σκοτείνιασαν μπροστά μου και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο πια. Έμαθα μονάχα ότι όλοι οι 35-40 κατέβηκαν με φορεία.
Συνήλθα μετά ένα μήνα και είδα ότι βρισκόμουν σ’ ένα νοσοκομείο (στο Γ’ Κέντρο). Δίπλα μου είδα τον Παρασκευόπουλο με σπασμένα πόδια και με «τρόμο» της κεφαλής». Τον Ταγκαρέλη από την Ήπειρο, που κατούραγε αίμα. Τον Κουτρουμάνο που δεν μπορούσε να μιλήσει και κρατούσε διαρκώς το κεφάλι να μη του φύγει. Άλλος με τα χέρια ή με τα πόδια στον γύψο.
Μου είπαν ότι μέσα στο θάλαμο που ήμουν εγώ, δηλαδή στο θάλαμο 6, ξεψύχησε ο Αδάμος από την περιοχή Αγρινίου.
Όλοι όσοι είμαστε στο νοσοκομείο του Γ’ Κέντρου, γύρω στους 80, είμαστε κατάμαυροι σε όλο το σώμα, αν κι είχε περάσει ένας μήνας.
Μ’ έδιωξαν από το νοσοκομείο χωρίς να γίνω καλά. Με πήγαν με το φορείο στο «Τρελλάδικο», καθώς και τον Παπακωνσταντίνου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου