Η Συνθήκη για την Ανταλλαγή Πληθυσμών, που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, υπογράφτηκε στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923, δηλαδή δύο μήνες μετά την έναρξη (20.11.1923) της Συνδιάσκεψης Ειρήνης, που κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, τερματίζοντας την εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 έως το 1922.
Οι διαβουλεύσεις μεταξύ των αντιπροσώπων Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας,
Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και
Τουρκίας στην ελβετική πόλη, με σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, κράτησαν οκτώ μήνες. Στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης υπογράφτηκαν και δεκαπέντε συμφωνίες, οι οποίες αποτέλεσαν μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης και απέκτησαν ισχύ διεθνούς σύμβασης.
Μία από τις δεκαπέντε συμφωνίες ήταν η Συνθήκη Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών, που βασίστηκε σε εισηγητική έκθεση του Νορβηγού Φρίντχοφ Νάνσεν, αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των δύο ενδιαφερομένων κρατών –τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού- και τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Αυγούστου του 1923, οπότε επικυρώθηκε από τις δύο χώρες.
Η ελληνοτουρκική Συνθήκη Ανταλλαγής αποτελεί μια πρωτοφανή ρύθμιση στην παγκόσμια ιστορία, καθώς βάσει αυτής εκπατρίστηκαν αναγκαστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής και με μοναδικό κριτήριο της θρησκεία, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι –1,2 εκατομμύρια ορθόδοξοι χριστιανοί και 600.000 μουσουλμάνοι. Αν και η ανταλλαγή πληθυσμών δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο (οι βαλκανικές χώρες είχαν υπογράψει συμφωνίες αμοιβαίας μετανάστευσης μειονοτήτων –π.χ. Συνθήκη του Νεϊγί [1919] μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας-, που αφορούσαν μετακινήσεις μερικών χιλιάδων ανθρώπων από συνοριακές περιοχές), ποτέ όμως πριν και μετά την ελληνοτουρκική Συνθήκη Ανταλλαγής δεν έγινε μια τόσο μαζική και μη προαιρετική μετανάστευση πληθυσμών. Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου που είχαν εγκατασταθεί εκεί πριν από την Ανακωχή του Μούδρου (30.10.1918) και οι Τούρκοι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Ο εκπατρισμός, βέβαια, του ελληνικού στοιχείου είχε συντελεστεί νωρίτερα: ήδη πολύ πριν από την έκβαση του Μικρασιατικού Πολέμου το Σεπτέμβρη του ’22, περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες από τα μικρασιατικά παράλια, την Aνατολική Θράκη και τον Πόντο είχαν καταφύγει στην Ελλάδα. Οπότε για την ελληνική πλευρά η Συμφωνία Ανταλλαγής δεν ήταν παρά η επισημοποίηση της πραγματικότητας. Ο Βενιζέλος, που είχε κληθεί από την κυβέρνηση (Στ. Γονατά) να συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, έβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών (στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι [1919] είχε προτείνει μια ανταλλαγή, σε εθελοντική όμως βάση) ως λύση ρεαλιστική για την Ελλάδα, καθώς, εφόσον στην Ανατολία είχε απομείνει ένας ελληνικός πληθυσμός γύρω στα 200.000 άτομα, η ανταλλαγή αφορούσε τη μετακίνηση 400.000 ατόμων τουρκικού πληθυσμού προς την Τουρκία, πράγμα που θα έδινε χώρο και ακίνητα για την αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα.
Η Συνθήκη της Λωζάννης έβαλε τέλος στις εδαφικές βλέψεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν εξασφάλισε όμως κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο Βενιζέλος, που επανήλθε το 1928 στην εξουσία, ανέλαβε πρωτοβουλία συμφιλίωσης. Το περίπλοκο θέμα των αποζημιώσεων των ανταλλαξίμων «λύθηκε» με την υπογραφή ελληνοτουρκικής συμφωνίας (10.6.1930) για την εκκαθάριση των ζητημάτων που είχαν προκύψει από τη Συνθήκη Ανταλλαγής. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους (30.10.1930) υπογράφηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία Σύμφωνο Φιλίας, μη επιθέσεως και διαιτησίας. (από την ΠΑΡΑΚΕΥΗ ΚΑΙ 13 της 18ης Φεβρουαρίου)
Οι διαβουλεύσεις μεταξύ των αντιπροσώπων Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας,
Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και
Τουρκίας στην ελβετική πόλη, με σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, κράτησαν οκτώ μήνες. Στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης υπογράφτηκαν και δεκαπέντε συμφωνίες, οι οποίες αποτέλεσαν μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης και απέκτησαν ισχύ διεθνούς σύμβασης.
Μία από τις δεκαπέντε συμφωνίες ήταν η Συνθήκη Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών, που βασίστηκε σε εισηγητική έκθεση του Νορβηγού Φρίντχοφ Νάνσεν, αντιπροσώπου της Κοινωνίας των Εθνών, υπογράφηκε από τους εκπροσώπους των δύο ενδιαφερομένων κρατών –τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ισμέτ Ινονού- και τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Αυγούστου του 1923, οπότε επικυρώθηκε από τις δύο χώρες.
Η ελληνοτουρκική Συνθήκη Ανταλλαγής αποτελεί μια πρωτοφανή ρύθμιση στην παγκόσμια ιστορία, καθώς βάσει αυτής εκπατρίστηκαν αναγκαστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής και με μοναδικό κριτήριο της θρησκεία, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι –1,2 εκατομμύρια ορθόδοξοι χριστιανοί και 600.000 μουσουλμάνοι. Αν και η ανταλλαγή πληθυσμών δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο (οι βαλκανικές χώρες είχαν υπογράψει συμφωνίες αμοιβαίας μετανάστευσης μειονοτήτων –π.χ. Συνθήκη του Νεϊγί [1919] μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας-, που αφορούσαν μετακινήσεις μερικών χιλιάδων ανθρώπων από συνοριακές περιοχές), ποτέ όμως πριν και μετά την ελληνοτουρκική Συνθήκη Ανταλλαγής δεν έγινε μια τόσο μαζική και μη προαιρετική μετανάστευση πληθυσμών. Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου που είχαν εγκατασταθεί εκεί πριν από την Ανακωχή του Μούδρου (30.10.1918) και οι Τούρκοι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Ο εκπατρισμός, βέβαια, του ελληνικού στοιχείου είχε συντελεστεί νωρίτερα: ήδη πολύ πριν από την έκβαση του Μικρασιατικού Πολέμου το Σεπτέμβρη του ’22, περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες από τα μικρασιατικά παράλια, την Aνατολική Θράκη και τον Πόντο είχαν καταφύγει στην Ελλάδα. Οπότε για την ελληνική πλευρά η Συμφωνία Ανταλλαγής δεν ήταν παρά η επισημοποίηση της πραγματικότητας. Ο Βενιζέλος, που είχε κληθεί από την κυβέρνηση (Στ. Γονατά) να συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, έβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών (στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι [1919] είχε προτείνει μια ανταλλαγή, σε εθελοντική όμως βάση) ως λύση ρεαλιστική για την Ελλάδα, καθώς, εφόσον στην Ανατολία είχε απομείνει ένας ελληνικός πληθυσμός γύρω στα 200.000 άτομα, η ανταλλαγή αφορούσε τη μετακίνηση 400.000 ατόμων τουρκικού πληθυσμού προς την Τουρκία, πράγμα που θα έδινε χώρο και ακίνητα για την αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα.
Η Συνθήκη της Λωζάννης έβαλε τέλος στις εδαφικές βλέψεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν εξασφάλισε όμως κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο Βενιζέλος, που επανήλθε το 1928 στην εξουσία, ανέλαβε πρωτοβουλία συμφιλίωσης. Το περίπλοκο θέμα των αποζημιώσεων των ανταλλαξίμων «λύθηκε» με την υπογραφή ελληνοτουρκικής συμφωνίας (10.6.1930) για την εκκαθάριση των ζητημάτων που είχαν προκύψει από τη Συνθήκη Ανταλλαγής. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους (30.10.1930) υπογράφηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία Σύμφωνο Φιλίας, μη επιθέσεως και διαιτησίας. (από την ΠΑΡΑΚΕΥΗ ΚΑΙ 13 της 18ης Φεβρουαρίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου