‘’Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη’’.
Χάνδακας 1883. Προσκυνητές των μεγάλων παθών τους όλοι οι Κρήτες απ’ άκρη εις άκρη του νησιού υπομένουν με στωικότητα τον Τούρκο κατακτητή. Χρόνια σκλαβιάς, ατίμωσης, υποταγής και σκληρότητας, με τον πόθο της λευτεριάς άσβεστο να σιγοκαίει στα σπλάχνα του υπερήφανου λαού της Κρήτης. Το όραμα της απελευθέρωσης ζωντανό, καθημερινή ανάγκη και στόχος ιερός για μια χούφτα ανθρώπους ξεχασμένους από την υπόλοιπη Ελλάδα και ηθελημένα άγνωστους για τις τότε μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Ανήμποροι πολιτικά αλλά ταυτόχρονα δυνατοί και ρωμαλέοι στην ψυχή τους, που αιώνες τώρα έχουν αποδείξει ότι είναι το εισιτήριο τους για τα πιο σπουδαία θαύματα της ανθρώπινης δεινότητας και θέλησης. Μέσα στην ασυγκράτητη φλόγα της επιθυμίας για απελευθέρωση και τις σχεδιαζόμενες
επαναστατικές κινήσεις των Κρητών έρχεται στον κόσμο ο Νίκος Καζαντζάκης. Είναι 18 του Φλεβάρη, ημέρα Παρασκευή(των Ψυχών), γεγονός που ερμηνεύτηκε από τη μαμή ως σημάδι ότι ο Καζαντζάκης θα γινόταν Δεσπότης....
Μεγαλώνοντας σ’ ένα περιβάλλον αυστηρά θρησκευτικό, σχεδόν θρησκόληπτο, ταυτόχρονα όμως και υπερπατριωτικό, εμπνευσμένο από το όραμα της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Τούρκους ο Νίκος Καζαντζάκης οδηγήθηκε στον ιδεαλισμό κι έκανε στόχο της ζωής του την αναζήτηση της αλήθειας, όποιο κι αν θα ήταν το τίμημα. Η αναζήτηση κάποιου σκοπού, ενός νοήματος, απετέλεσε το κύριο μέλημά του, όταν οι άλλοι νέοι της ηλικίας του χαιρόντουσαν τη ζωή με το δικό τους νεανικό και ανέμελο τρόπο. Γράφει στο έργο του ‘’Βραχόκηπος’’:’’Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμε ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος’’.... Ο πατριωτισμός του Καζαντζάκη φάνηκε από πολύ νωρίς στη ζωή του, εγγίζοντας τα όρια της αυτοθυσίας, του υπερβάλλοντα ζήλου και της προσήλωσης στο ιδανικό της ελευθερίας. ‘’Δε χύνεται ποτέ άδικα το αίμα. Δεν το ‘χεις ακουστά πως ένας σπόρος είναι η λευτεριά, μα δεν ποτίζεται αυτός με νερό για να πιάσει, παρά με αίμα’’, δήλωνε με έμφαση. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εφόσον μπροστά στο διψασμένο βλέμμα του καθημερινά ορθωνόταν το παράστημα του πατέρα του ως πρότυπο σοβινισμού και παλικαριάς: όλη η ζωή και η σκέψη του συντονίζονται μ’ αυτήν την έμμονη ιδέα της σκλαβιάς της Κρήτης, με την οποία και αρνείται να συμβιβασθεί....
Στο Παρίσι ο Καζαντζάκης ‘’κοινώνησε’’ τη φιλοσοφία του Ουίλιαμ Τζαίημς, του Ανρί Μπερξόν και του Νίτσε. Από τον Τζαίημς έμαθε να απορρίπτει την ύπαρξη του δεδομένου και του τελεσίδικου στην καθημερινή μας ζωή και από τον Μπερξόν εμπνεύστηκε το όραμα του αγωνιζόμενου Θεού, την βαθύτερη επιδίωξη να γίνουμε οι άνθρωποι μέσα στην καθημερινότητά μας Σωτήρες του Θεού(Salvatores Dei), με την έννοια της προσωπικής μας λύτρωσης από δεσμά και πρέπει, από ανταμοιβές σε μια μεταθανάτια ζωή για όσα πράττουμε τώρα -‘’αγνάντεψε γύρα σου.Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει’’ έλεγε- αποδεσμεύουν το Δικό τους Θεό από δάφνες, στεφάνια και μετάλλια υπεροχής και τον αγγίζουν με τα αισθητήρια της ψυχής τους κάνοντάς τον σύμμαχο, συμπαραστάτη, συνοδοιπόρο στα δύσκολα και κακοτράχαλα μονοπάτια της ζωής τους. ‘’Οι άνθρωποι, ο καθένας χωριστά, λυτρώνουν το Θεό τους, γίνονται Σωτήρες του Θεού’’, έλεγε ο ίδιος ο Καζαντζάκης. Αυτή τη φιλοσοφική ενατένισή του συναντάμε στο έργο του με τον ομώνυμο τίτλο Salvatores Dei ή Ασκητική όπως τελικά κατέληξε να το ονομάσει. Ο Μπερξόν στάθηκε ίσως ο πιο σημαντικός δάσκαλος για τον Καζαντζάκη και από τον Νίτσε, στον οποίο μάλιστα αφιέρωσε τη διδακτορική του διατριβή-με τίτλο ‘’Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας’’-, καθώς φαίνεται ότι ολόκληρο το έργο του διαπνέεται από τον βιταλισμό του δασκάλου του αλλά και από τον ιδιότυπο θεϊσμό του ιδιαίτερα μετά τα μηνύματα που δέχεται μελετώντας Νίτσε. Ο Νίτσε μετέδωσε στον Καζαντζάκη την κοσμοθεωρία του για την ύπαρξη και την ενσάρκωση του Αντίχριστου, ενίσχυσε την προγενέστερη δυσπιστία του στη μεταθανάτια ζωή, έσπειρε την αμφιβολία στην νόηση και στην ψυχή του Έλληνα λογοτέχνη για το δικό του Θεό, εκείνον που διδάχθηκε από την πολυαγαπημένη του μητέρα στην τρυφερή ηλικία της παιδικότητας και τελικά τον έπεισε να αποδεχθεί από το τρίπτυχο της χριστιανικής διδασκαλίας ‘’Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη’’ μόνον την αγάπη. ‘’Ο Νίτσε με δίδαξε...πως δεν πρέπει ποτέ να ‘χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος...Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία’’, σημείωνε με έμφαση ο ίδιος....
Τα πρόσωπα άλλωστε που έμειναν φίλοι πραγματικοί για τον Καζαντζάκη μέχρι το τέλος της πολυτάραχης ζωής του ήταν λίγα, διότι ο Καζαντζάκης ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος που έβρισκε ευχαρίστηση στην ακατάπαυτη εργασία, στον μόχθο και την ατέρμονη προσπάθεια. Απομονωνόταν για πολύ καιρό για ν’ αφιερωθεί στην πιο μεγάλη αγάπη της ζωής του, τη συγγραφή και τη μελέτη. Αναφέρει χαρακτηριστικά σε κάποιο από τα έργα του:’’Μια από τις πιο νόμιμες χαρές του ανθρώπου είναι, θαρρώ, να μοχτάει και να βλέπει πως ο μόχτος του φέρνει καρπό’’....
Εξίσου σημαντικό ρόλο με τους φίλους διαδραμάτισαν και οι γυναίκες στη ζωή του Έλληνα λογοτέχνη, παρά τις κακόβουλες επικρίσεις που δέχθηκε περί της υποτιθέμενης σεξουαλικής του ανικανότητας σε προσπάθεια των αντιπάλων του να δικαιολογήσουν με βλοσυρό και άνανδρο τρόπο την ατεκνία του. Η πρώτη γυναίκα που μπήκε στη ζωή του ήταν η συμπατριώτισσά του Γαλάτεια Αλεξίου, με την οποία συνδέθηκε ερωτικά στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου και έμεινε μαζί της για είκοσι περίπου χρόνια. Μετά από έναν χρόνο συμβίωσης παντρεύτηκαν το 1911 στο νεκροταφειακό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ηράκλειο. Δυστυχώς, ο γάμος τους δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, ίσως διότι ο νεαρός τότε Καζαντζάκης βρισκόταν στα πιο γόνιμα χρόνια της εσωτερικής του αναζήτησης και να έβλεπε το γάμο σαν μια δέσμευση που του στερούσε το πολύτιμο για τη ζωή του οξυγόνο, την αχαλίνωτη περιπλάνηση στα μονοπάτια του αβέβαιου της ανθρώπινης ζωής.....
Αν κάποιος προσπαθήσει να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του Καζαντζάκη παραλείποντας να αναφερθεί στην πολιτική του οντότητα ως λογοτέχνη αλλά και στην πολιτική του σταδιοδρομία ως ανθρώπου, τότε σίγουρα θα έχει αποτυχεί, διότι ο Καζαντζάκης ήταν μια βαθύτατα πολιτική ύπαρξη που χάραξε μια εξέχουσα πορεία στην ιστορία των πολιτικών θεσμών της Ελλάδας. Μπροστά στα μάτια του αποθεώνεται το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, εμπνευστής του οποίου είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος και παίρνει σάρκα και οστά ο πόθος για το ‘’Μεγάλο Ξημέρωμα’’ όπως χαρακτηρίζει τη Μεγάλη Ιδέα. Ο Καζαντζάκης τρέφει αισθήματα θαυμασμού για το Βενιζέλο, τον οποίο είχε την ευκαιρία να ζήσει από κοντά όταν υπηρετούσε στο ιδιαίτερο γραφείο του ως εθελοντής στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Τον θεωρούσε ικανό και άξιο να πραγματώσει το μεγάλο ιδεώδες. Δε θα υπηρετούσε άλλωστε στην κυβέρνησή του το 1919 ως Γενικός Διευθυντής στο Υπουργείο Περιθάλψεως ούτε θα αναλάμβανε τη βαριά ευθύνη να μεταφέρει τους Έλληνες του Καυκάσου στη χώρα μας. Μετά τον όλεθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής ο Καζαντζάκης θρηνεί στα συντρίμμια της λαβωμένης αξιοπρέπειας των Ελλήνων και απογοητευμένος καθώς είναι ρίχνει τις ευθύνες στο Βενιζέλο. Το 1922 μυείται στον Σοσιαλισμό και δύο χρόνια αργότερα, το 1924, ιδρύει την πρώτη ‘’Πολιτική Σοσιαλιστική Ομάδα’’ στο Ηράκλειο και κάνει έμβλημα της δράσης του το τρίπτυχο της πολιτικής του φιλοσοφίας: Ελευθερία – Δημοκρατία - Σοσιαλισμός. Συλλαμβάνεται, όμως, ως κομμουνιστής λόγω του γενικότερου αναβρασμού που επικρατεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ακολουθεί από το 1929 κι εξής μια περίοδος πολιτικού αποπροσανατολισμού για τον Καζαντζάκη μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που βιώνει έντονα έναν ώριμο εθνικισμό κατά τον πολιτικό συγγραφέα Bien.....
Ο Καζαντζάκης υπηρέτησε πολλούς χώρους εξίσου επάξια και με την ίδια αγάπη και αφοσίωση. Δεν ήταν μόνον ένας λαμπρός συγγραφέας και ποιητής, ένας οξυδερκής πολιτικός, ένας τιμητής του πνεύματος αλλά κι ένας σημαντικός δημοσιογράφος, καθώς εργάστηκε μεταξύ 1924 και 1937 ως ανταποκριτής μεγάλων εφημερίδων της εποχής. Δεν οδηγήθηκε στην ενασχόληση με τη δημοσιογραφία ωθούμενος μόνον από βιοποριστικούς λόγους-διότι η αφοσίωση του στη πνευματική παραγωγή απαιτούσε να ‘χει εξασφαλίσει πρωτύτερα τα δέοντα προς το ζην- αλλά από την πολύ πιο ουσιαστική ανάγκη του να πραγματώνει τον πολυπράγμονα και πολυδιάστατο εαυτό του, να βρίσκει διεξόδους έκφρασης στη δημιουργικότητά του, να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες. Είναι, βέβαια, αλήθεια πως η αμοιβή του δεν ήταν σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς γενναιόδωρη και αντίστοιχη της εμβέλειας της προσωπικότητας και των ικανοτήτων του, αλλά του εξασφάλιζε παράλληλα με άλλες δραστηριότητές του, όπως η συγγραφή σχολικών εγχειριδίων και λεξικών ή οι μεταφράσεις, μια αξιοπρεπή διαβίωση. Σταθμοί στη δημοσιογραφική καρριέρα του στάθηκαν αφενός οι ταξιδιωτικές του περιηγήσεις που δημοσίευε σε μεγάλες εφημερίδες, όπως η Καθημερινή και ο Ελεύθερος Λόγος, αφετέρου οι συνεντεύξεις που πήρε από εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του, αν και κατηγορήθηκε από τους επικριτές του, γιατί το εστιακό πεδίο τους ήταν η πολιτική σε ιδιαίτερα ταραγμένες ιστορικοπολιτικά περιόδους. Πιο συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1926 πήρε συνέντευξη από τον Ισπανό δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα και τον Οκτώβριο του ίδιου του χρόνου από τον Μουσολίνι στην Ρώμη. Δέκα χρόνια αργότερα, ως πολεμικός ανταποκριτής πια συναντά και παίρνει συνέντευξη από τους Φράνκο και Ουναμούνο....
Ο Μιχάλης και η Μαριγώ Καζαντζάκη ‘’πρόλαβαν’’ πριν πεθάνουν να πληροφορηθούν ότι ο γιος τους ήταν αναρχικός, κομμουνιστής, άθεος, μηδενιστής, που όταν έφτανε για επίσκεψη στην Κρήτη πρώτο μέλημα της αστυνομίας ήταν να τον καλεί και να του κάνει συστάσεις, για να μη δημιουργήσει κι εκεί προβλήματα. Μάλιστα σε μια από τις επισκέψεις του στην Κρήτη του ζήτησαν να κάνει και γραπτή δήλωση για την ως τότε δράση του και να εκθέσει τα κοινωνικά του φρονήματα. Το μόνο που ποθούσε βαθιά μες την ψυχή του ο Καζαντζάκης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αυτό που έγραφε στο φίλο του Δημήτριο Καλογερόπουλο το 1908 από το Παρίσι: ‘’Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού τ’ ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτήν, συστηματικά και με ορισμένο τρόπο και πρόγραμμα, να γράφω ό,τι γράφω’’. Γι’ αυτό ο Καζαντζάκης έγινε πολίτης του κόσμου. Δεν τον χωρούσε ο τόπος, όπου κι αν πήγαινε. Έψαχνε, αναζητούσε, δεν ησύχαζε ποτέ. Κέρδισε επάξια τον τίτλο του cosmopolitism universalis, ποτέ όμως δεν αποποιήθηκε την ταυτότητα του Έλληνα, κυρίως δε του Κρητικού. Λέγεται ότι σ’ όποιο μέρος του κόσμου κι αν ταξίδευε, κρατούσε πάντα μια χούφτα χώμα από τη γη που τον γέννησε. ‘’Όπου παώ κρατώ πάντα ανάμεσα στα δόντια μου σα φύλλο δάφνης την Ελλάδα’’, έλεγε με υπερηφάνεια.
Ο Νίκος Καζαντζάκης προτίμησε τον άχαρο και μη αποδεκτό ρόλο του αιώνιου αναζητητή και στοχαστή× αποδέχτηκε τις συνέπειες επιφυλάσσοντας στον εαυτό του μια προμηθεϊκά απάνθρωπη μεταχείριση, σαν ισοβίτης σε μια φυλακή δικής του επινόησης, με αόρατα δεσμά. Μοναχικός και κάποιες φορές εξαιρετικά ενδοστρεφής. Πικραμένος από την απόρριψη όσων εθελοτυφλούσαν μπροστά στο εξαίρετο έργο ενός λαμπρού επιστήμονα, τιμητή του πνεύματος, λάτρη της αναζήτησης της αλήθειας, σπουδαίο άνθρωπο, κήρυκα της ελευθερίας.... (http://www.stigmes.gr/gr/grpages/articles/kazantzakis.html )
Με τον Αγγελο Σικελιανό (δεξιά) |
Χάνδακας 1883. Προσκυνητές των μεγάλων παθών τους όλοι οι Κρήτες απ’ άκρη εις άκρη του νησιού υπομένουν με στωικότητα τον Τούρκο κατακτητή. Χρόνια σκλαβιάς, ατίμωσης, υποταγής και σκληρότητας, με τον πόθο της λευτεριάς άσβεστο να σιγοκαίει στα σπλάχνα του υπερήφανου λαού της Κρήτης. Το όραμα της απελευθέρωσης ζωντανό, καθημερινή ανάγκη και στόχος ιερός για μια χούφτα ανθρώπους ξεχασμένους από την υπόλοιπη Ελλάδα και ηθελημένα άγνωστους για τις τότε μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Ανήμποροι πολιτικά αλλά ταυτόχρονα δυνατοί και ρωμαλέοι στην ψυχή τους, που αιώνες τώρα έχουν αποδείξει ότι είναι το εισιτήριο τους για τα πιο σπουδαία θαύματα της ανθρώπινης δεινότητας και θέλησης. Μέσα στην ασυγκράτητη φλόγα της επιθυμίας για απελευθέρωση και τις σχεδιαζόμενες
επαναστατικές κινήσεις των Κρητών έρχεται στον κόσμο ο Νίκος Καζαντζάκης. Είναι 18 του Φλεβάρη, ημέρα Παρασκευή(των Ψυχών), γεγονός που ερμηνεύτηκε από τη μαμή ως σημάδι ότι ο Καζαντζάκης θα γινόταν Δεσπότης....
Μεγαλώνοντας σ’ ένα περιβάλλον αυστηρά θρησκευτικό, σχεδόν θρησκόληπτο, ταυτόχρονα όμως και υπερπατριωτικό, εμπνευσμένο από το όραμα της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Τούρκους ο Νίκος Καζαντζάκης οδηγήθηκε στον ιδεαλισμό κι έκανε στόχο της ζωής του την αναζήτηση της αλήθειας, όποιο κι αν θα ήταν το τίμημα. Η αναζήτηση κάποιου σκοπού, ενός νοήματος, απετέλεσε το κύριο μέλημά του, όταν οι άλλοι νέοι της ηλικίας του χαιρόντουσαν τη ζωή με το δικό τους νεανικό και ανέμελο τρόπο. Γράφει στο έργο του ‘’Βραχόκηπος’’:’’Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμε ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος’’.... Ο πατριωτισμός του Καζαντζάκη φάνηκε από πολύ νωρίς στη ζωή του, εγγίζοντας τα όρια της αυτοθυσίας, του υπερβάλλοντα ζήλου και της προσήλωσης στο ιδανικό της ελευθερίας. ‘’Δε χύνεται ποτέ άδικα το αίμα. Δεν το ‘χεις ακουστά πως ένας σπόρος είναι η λευτεριά, μα δεν ποτίζεται αυτός με νερό για να πιάσει, παρά με αίμα’’, δήλωνε με έμφαση. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εφόσον μπροστά στο διψασμένο βλέμμα του καθημερινά ορθωνόταν το παράστημα του πατέρα του ως πρότυπο σοβινισμού και παλικαριάς: όλη η ζωή και η σκέψη του συντονίζονται μ’ αυτήν την έμμονη ιδέα της σκλαβιάς της Κρήτης, με την οποία και αρνείται να συμβιβασθεί....
Στο Παρίσι ο Καζαντζάκης ‘’κοινώνησε’’ τη φιλοσοφία του Ουίλιαμ Τζαίημς, του Ανρί Μπερξόν και του Νίτσε. Από τον Τζαίημς έμαθε να απορρίπτει την ύπαρξη του δεδομένου και του τελεσίδικου στην καθημερινή μας ζωή και από τον Μπερξόν εμπνεύστηκε το όραμα του αγωνιζόμενου Θεού, την βαθύτερη επιδίωξη να γίνουμε οι άνθρωποι μέσα στην καθημερινότητά μας Σωτήρες του Θεού(Salvatores Dei), με την έννοια της προσωπικής μας λύτρωσης από δεσμά και πρέπει, από ανταμοιβές σε μια μεταθανάτια ζωή για όσα πράττουμε τώρα -‘’αγνάντεψε γύρα σου.Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει’’ έλεγε- αποδεσμεύουν το Δικό τους Θεό από δάφνες, στεφάνια και μετάλλια υπεροχής και τον αγγίζουν με τα αισθητήρια της ψυχής τους κάνοντάς τον σύμμαχο, συμπαραστάτη, συνοδοιπόρο στα δύσκολα και κακοτράχαλα μονοπάτια της ζωής τους. ‘’Οι άνθρωποι, ο καθένας χωριστά, λυτρώνουν το Θεό τους, γίνονται Σωτήρες του Θεού’’, έλεγε ο ίδιος ο Καζαντζάκης. Αυτή τη φιλοσοφική ενατένισή του συναντάμε στο έργο του με τον ομώνυμο τίτλο Salvatores Dei ή Ασκητική όπως τελικά κατέληξε να το ονομάσει. Ο Μπερξόν στάθηκε ίσως ο πιο σημαντικός δάσκαλος για τον Καζαντζάκη και από τον Νίτσε, στον οποίο μάλιστα αφιέρωσε τη διδακτορική του διατριβή-με τίτλο ‘’Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας’’-, καθώς φαίνεται ότι ολόκληρο το έργο του διαπνέεται από τον βιταλισμό του δασκάλου του αλλά και από τον ιδιότυπο θεϊσμό του ιδιαίτερα μετά τα μηνύματα που δέχεται μελετώντας Νίτσε. Ο Νίτσε μετέδωσε στον Καζαντζάκη την κοσμοθεωρία του για την ύπαρξη και την ενσάρκωση του Αντίχριστου, ενίσχυσε την προγενέστερη δυσπιστία του στη μεταθανάτια ζωή, έσπειρε την αμφιβολία στην νόηση και στην ψυχή του Έλληνα λογοτέχνη για το δικό του Θεό, εκείνον που διδάχθηκε από την πολυαγαπημένη του μητέρα στην τρυφερή ηλικία της παιδικότητας και τελικά τον έπεισε να αποδεχθεί από το τρίπτυχο της χριστιανικής διδασκαλίας ‘’Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη’’ μόνον την αγάπη. ‘’Ο Νίτσε με δίδαξε...πως δεν πρέπει ποτέ να ‘χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος...Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία’’, σημείωνε με έμφαση ο ίδιος....
Τα πρόσωπα άλλωστε που έμειναν φίλοι πραγματικοί για τον Καζαντζάκη μέχρι το τέλος της πολυτάραχης ζωής του ήταν λίγα, διότι ο Καζαντζάκης ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος που έβρισκε ευχαρίστηση στην ακατάπαυτη εργασία, στον μόχθο και την ατέρμονη προσπάθεια. Απομονωνόταν για πολύ καιρό για ν’ αφιερωθεί στην πιο μεγάλη αγάπη της ζωής του, τη συγγραφή και τη μελέτη. Αναφέρει χαρακτηριστικά σε κάποιο από τα έργα του:’’Μια από τις πιο νόμιμες χαρές του ανθρώπου είναι, θαρρώ, να μοχτάει και να βλέπει πως ο μόχτος του φέρνει καρπό’’....
Εξίσου σημαντικό ρόλο με τους φίλους διαδραμάτισαν και οι γυναίκες στη ζωή του Έλληνα λογοτέχνη, παρά τις κακόβουλες επικρίσεις που δέχθηκε περί της υποτιθέμενης σεξουαλικής του ανικανότητας σε προσπάθεια των αντιπάλων του να δικαιολογήσουν με βλοσυρό και άνανδρο τρόπο την ατεκνία του. Η πρώτη γυναίκα που μπήκε στη ζωή του ήταν η συμπατριώτισσά του Γαλάτεια Αλεξίου, με την οποία συνδέθηκε ερωτικά στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου και έμεινε μαζί της για είκοσι περίπου χρόνια. Μετά από έναν χρόνο συμβίωσης παντρεύτηκαν το 1911 στο νεκροταφειακό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ηράκλειο. Δυστυχώς, ο γάμος τους δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, ίσως διότι ο νεαρός τότε Καζαντζάκης βρισκόταν στα πιο γόνιμα χρόνια της εσωτερικής του αναζήτησης και να έβλεπε το γάμο σαν μια δέσμευση που του στερούσε το πολύτιμο για τη ζωή του οξυγόνο, την αχαλίνωτη περιπλάνηση στα μονοπάτια του αβέβαιου της ανθρώπινης ζωής.....
Αν κάποιος προσπαθήσει να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του Καζαντζάκη παραλείποντας να αναφερθεί στην πολιτική του οντότητα ως λογοτέχνη αλλά και στην πολιτική του σταδιοδρομία ως ανθρώπου, τότε σίγουρα θα έχει αποτυχεί, διότι ο Καζαντζάκης ήταν μια βαθύτατα πολιτική ύπαρξη που χάραξε μια εξέχουσα πορεία στην ιστορία των πολιτικών θεσμών της Ελλάδας. Μπροστά στα μάτια του αποθεώνεται το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, εμπνευστής του οποίου είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος και παίρνει σάρκα και οστά ο πόθος για το ‘’Μεγάλο Ξημέρωμα’’ όπως χαρακτηρίζει τη Μεγάλη Ιδέα. Ο Καζαντζάκης τρέφει αισθήματα θαυμασμού για το Βενιζέλο, τον οποίο είχε την ευκαιρία να ζήσει από κοντά όταν υπηρετούσε στο ιδιαίτερο γραφείο του ως εθελοντής στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Τον θεωρούσε ικανό και άξιο να πραγματώσει το μεγάλο ιδεώδες. Δε θα υπηρετούσε άλλωστε στην κυβέρνησή του το 1919 ως Γενικός Διευθυντής στο Υπουργείο Περιθάλψεως ούτε θα αναλάμβανε τη βαριά ευθύνη να μεταφέρει τους Έλληνες του Καυκάσου στη χώρα μας. Μετά τον όλεθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής ο Καζαντζάκης θρηνεί στα συντρίμμια της λαβωμένης αξιοπρέπειας των Ελλήνων και απογοητευμένος καθώς είναι ρίχνει τις ευθύνες στο Βενιζέλο. Το 1922 μυείται στον Σοσιαλισμό και δύο χρόνια αργότερα, το 1924, ιδρύει την πρώτη ‘’Πολιτική Σοσιαλιστική Ομάδα’’ στο Ηράκλειο και κάνει έμβλημα της δράσης του το τρίπτυχο της πολιτικής του φιλοσοφίας: Ελευθερία – Δημοκρατία - Σοσιαλισμός. Συλλαμβάνεται, όμως, ως κομμουνιστής λόγω του γενικότερου αναβρασμού που επικρατεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ακολουθεί από το 1929 κι εξής μια περίοδος πολιτικού αποπροσανατολισμού για τον Καζαντζάκη μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που βιώνει έντονα έναν ώριμο εθνικισμό κατά τον πολιτικό συγγραφέα Bien.....
Ο Καζαντζάκης υπηρέτησε πολλούς χώρους εξίσου επάξια και με την ίδια αγάπη και αφοσίωση. Δεν ήταν μόνον ένας λαμπρός συγγραφέας και ποιητής, ένας οξυδερκής πολιτικός, ένας τιμητής του πνεύματος αλλά κι ένας σημαντικός δημοσιογράφος, καθώς εργάστηκε μεταξύ 1924 και 1937 ως ανταποκριτής μεγάλων εφημερίδων της εποχής. Δεν οδηγήθηκε στην ενασχόληση με τη δημοσιογραφία ωθούμενος μόνον από βιοποριστικούς λόγους-διότι η αφοσίωση του στη πνευματική παραγωγή απαιτούσε να ‘χει εξασφαλίσει πρωτύτερα τα δέοντα προς το ζην- αλλά από την πολύ πιο ουσιαστική ανάγκη του να πραγματώνει τον πολυπράγμονα και πολυδιάστατο εαυτό του, να βρίσκει διεξόδους έκφρασης στη δημιουργικότητά του, να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες. Είναι, βέβαια, αλήθεια πως η αμοιβή του δεν ήταν σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς γενναιόδωρη και αντίστοιχη της εμβέλειας της προσωπικότητας και των ικανοτήτων του, αλλά του εξασφάλιζε παράλληλα με άλλες δραστηριότητές του, όπως η συγγραφή σχολικών εγχειριδίων και λεξικών ή οι μεταφράσεις, μια αξιοπρεπή διαβίωση. Σταθμοί στη δημοσιογραφική καρριέρα του στάθηκαν αφενός οι ταξιδιωτικές του περιηγήσεις που δημοσίευε σε μεγάλες εφημερίδες, όπως η Καθημερινή και ο Ελεύθερος Λόγος, αφετέρου οι συνεντεύξεις που πήρε από εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του, αν και κατηγορήθηκε από τους επικριτές του, γιατί το εστιακό πεδίο τους ήταν η πολιτική σε ιδιαίτερα ταραγμένες ιστορικοπολιτικά περιόδους. Πιο συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1926 πήρε συνέντευξη από τον Ισπανό δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα και τον Οκτώβριο του ίδιου του χρόνου από τον Μουσολίνι στην Ρώμη. Δέκα χρόνια αργότερα, ως πολεμικός ανταποκριτής πια συναντά και παίρνει συνέντευξη από τους Φράνκο και Ουναμούνο....
Ο Μιχάλης και η Μαριγώ Καζαντζάκη ‘’πρόλαβαν’’ πριν πεθάνουν να πληροφορηθούν ότι ο γιος τους ήταν αναρχικός, κομμουνιστής, άθεος, μηδενιστής, που όταν έφτανε για επίσκεψη στην Κρήτη πρώτο μέλημα της αστυνομίας ήταν να τον καλεί και να του κάνει συστάσεις, για να μη δημιουργήσει κι εκεί προβλήματα. Μάλιστα σε μια από τις επισκέψεις του στην Κρήτη του ζήτησαν να κάνει και γραπτή δήλωση για την ως τότε δράση του και να εκθέσει τα κοινωνικά του φρονήματα. Το μόνο που ποθούσε βαθιά μες την ψυχή του ο Καζαντζάκης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αυτό που έγραφε στο φίλο του Δημήτριο Καλογερόπουλο το 1908 από το Παρίσι: ‘’Θέλω να σχηματίσω μια ατομική, δική μου αντίληψη της ζωής, μια θεωρία του κόσμου και του προορισμού τ’ ανθρώπου και σύμφωνα μ’ αυτήν, συστηματικά και με ορισμένο τρόπο και πρόγραμμα, να γράφω ό,τι γράφω’’. Γι’ αυτό ο Καζαντζάκης έγινε πολίτης του κόσμου. Δεν τον χωρούσε ο τόπος, όπου κι αν πήγαινε. Έψαχνε, αναζητούσε, δεν ησύχαζε ποτέ. Κέρδισε επάξια τον τίτλο του cosmopolitism universalis, ποτέ όμως δεν αποποιήθηκε την ταυτότητα του Έλληνα, κυρίως δε του Κρητικού. Λέγεται ότι σ’ όποιο μέρος του κόσμου κι αν ταξίδευε, κρατούσε πάντα μια χούφτα χώμα από τη γη που τον γέννησε. ‘’Όπου παώ κρατώ πάντα ανάμεσα στα δόντια μου σα φύλλο δάφνης την Ελλάδα’’, έλεγε με υπερηφάνεια.
Ο Νίκος Καζαντζάκης προτίμησε τον άχαρο και μη αποδεκτό ρόλο του αιώνιου αναζητητή και στοχαστή× αποδέχτηκε τις συνέπειες επιφυλάσσοντας στον εαυτό του μια προμηθεϊκά απάνθρωπη μεταχείριση, σαν ισοβίτης σε μια φυλακή δικής του επινόησης, με αόρατα δεσμά. Μοναχικός και κάποιες φορές εξαιρετικά ενδοστρεφής. Πικραμένος από την απόρριψη όσων εθελοτυφλούσαν μπροστά στο εξαίρετο έργο ενός λαμπρού επιστήμονα, τιμητή του πνεύματος, λάτρη της αναζήτησης της αλήθειας, σπουδαίο άνθρωπο, κήρυκα της ελευθερίας.... (http://www.stigmes.gr/gr/grpages/articles/kazantzakis.html )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου