Ο αργεντινός πολιτικός Χουάν Ντομίνγκο Περόν γεννήθηκε στο Λόμπος της επαρχίας του Μπουένος ΑΪρες. Ηταν κρεολός, γιος κτηματία. Στα 16 του χρόνια μπήκε σε στρατιωτική σχολή και μετά την αποφοίτησή του ανέβηκε γρήγορα τις βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας για να φθάσει τελικά ως τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Κατά τη δεκαετία του 1930 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στη Χιλή και αργότερα στη Ρώμη. H μακροχρόνια παραμονή του στην Ευρώπη, όπου μετεκπαιδεύθηκε, του έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσει το φασιστικό σύστημα της Ιταλίας και το ναζιστικό της Γερμανίας. Από την εμπειρία αυτή ξεκίνησε η σκέψη του για την εγκαθίδρυση ενός παρόμοιου καθεστώτος στην πατρίδα του.
Το 1941 ο Περόν επέστρεψε στην Αργεντινή και σύντομα ανέλαβε ηγετική θέση στη μυστική στρατιωτική οργάνωση Ομάδα Ενωμένων Αξιωματικών. Την εποχή εκείνη στην
Αργεντινή οι δημοκρατικοί θεσμοί ουσιαστικά δεν λειτουργούσαν και οποιαδήποτε σκέψη για επιστροφή στη συνταγματική ομαλότητα προσέκρουε στη σφοδρή αντίδραση των συντηρητικών και φασιστικών κύκλων. H χώρα τελούσε υπό τον έλεγχο των στρατιωτικών ακόμη και όταν τη θέση του προέδρου της κατείχε πολιτικό πρόσωπο.
Με την έκρηξη του B´ Παγκοσμίου Πολέμου ο πρόεδρος της Αργεντινής Ραμόν Καστίγιο, ο οποίος κυβερνούσε με την υποστήριξη του πανίσχυρου στρατηγού Αγκουστίν Πέδρο Χούστο, είχε κηρύξει την Αργεντινή ουδέτερη, με την προσδοκία της οικονομικής ωφέλειας που θα της εξασφάλιζε η διατήρηση καλών σχέσεων με όλους τους εμπολέμους. Παρ' όλα αυτά στο εσωτερικό της οι αντίθετες πολιτικές παρατάξεις ασκούσαν πιέσεις για να ταχθεί η Αργεντινή είτε στο πλευρό των Συμμάχων είτε στο πλευρό του Αξονα.
Το 1943 πέθανε ο στρατηγός Χούστο αφήνοντας χωρίς στήριγμα τον πρόεδρο Καστίγιο, τον οποίο, τον Ιούνιο, ανέτρεψε στρατιωτικό πραξικόπημα.
Ακολούθησε σειρά στρατιωτικών κυβερνήσεων με στρατηγούς στη θέση του προέδρου. Ο Περόν, η οργάνωση του οποίου είχε παίξει τον πρώτο ρόλο στο πραξικόπημα, διορίστηκε υπουργός Εργασίας και Πρόνοιας. Οταν το 1944 η προεδρία περιήλθε στον στρατηγό Εδελμίρο Φαρέλ, ο Περόν ανέλαβε επιπλέον την αντιπροεδρία της χώρας και το υπουργείο Στρατιωτικών.
Από τις θέσεις αυτές, και ιδίως του υπουργού Εργασίας, ο Περόν δημιούργησε τη βάση των οπαδών του στην εργατική τάξη, των λεγόμενων descamisados, των «χωρίς πουκάμισο». Ο Περόν κατόρθωσε να προσεταιριστεί τα εργατικά σωματεία με διάφορες παροχές προς τους εργαζομένους και διευκολύνοντάς τα να πετύχουν καλύτερους όρους από τους εργοδότες. Ετσι, όταν οι αντίπαλοί του τον συνέλαβαν και τον έθεσαν υπό περιορισμόν τον Οκτώβριο του 1945, οι οπαδοί του στα εργατικά σωματεία, υπό την καθοδήγηση της δαιμόνιας ερωμένης του Εύας Μαρίας Ντουάρτε, της κατόπιν πασίγνωστης Εβίτας, διοργάνωσαν απεργίες και διαδηλώσεις που απαίτησαν και πέτυχαν την απελευθέρωσή του. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Περόν, χήρος, νυμφεύθηκε την Εβίτα.
Ο Περόν είχε γίνει πλέον ο ισχυρός ανήρ της Αργεντινής και ο ουσιαστικός ρυθμιστής της κατάστασης στη χώρα. Εν τω μεταξύ, υπό τις διεθνείς πιέσεις και με την απειλή κυρώσεων σε βάρος της Αργεντινής, ο πρόεδρος Φαρέλ αναγκάστηκε να προσανατολίσει το καθεστώς του προς δημοκρατικότερες κατευθύνσεις. Παρά ταύτα οι εκλογές του Φεβρουαρίου 1946 έγιναν υπό καθεστώς τρομοκρατίας για τους φιλελεύθερους αντιπάλους του Περόν, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος με το 56% των ψήφων.
Το πολιτικό πρόγραμμα του Περόν, που ο ίδιος το αποκαλούσε «τρίτη θέση», ανάμεσα δηλαδή στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό, ήταν έντονα και απλοϊκά εθνικιστικό, αντιιμπεριαλιστικό και εχθρικό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία και επικεντρωμένο στο πρόσωπό του. Με κυριότερο προπαγανδιστικό του μέσο τον άκρατο συντηρητικό λαϊκισμό το πρόγραμμα αυτό βασιζόταν στην οικονομική αυτάρκεια και στην ταχεία εκβιομηχάνιση, σε βάρος του αγροτικού τομέα, η οποία απέβλεπε στην ενίσχυση της εργατικής τάξης που αποτελούσε τη λαϊκή βάση του Περόν. Στο πολιτικό επίπεδο ο Περόν, αφότου ανέλαβε την εξουσία, γινόταν όλο και περισσότερο απολυταρχικός και καταπιεστικός: οι αντίπαλοί του φυλακίζονταν, ο Τύπος φιμωνόταν, η εκπαίδευση και η Δικαιοσύνη τελούσαν υπό ασφυκτικό κρατικό έλεγχο.
Με τις παροχές του προς την εργατική τάξη, τις αυξήσεις των αμοιβών και τα ποικίλα άλλα ευεργετήματα, ο Περόν κατόρθωσε να αυξήσει ακόμη περισσότερο τους οπαδούς του ανάμεσα στις μάζες των εργαζομένων. Από την άλλη, με τη βοήθεια της δημοφιλούς Εβίτας, η οποία, ως κυριότερη σύμβουλός του, ήταν σαν ανεπίσημο μέλος της κυβέρνησης, ο Περόν μετέτρεψε τα εργατικά σωματεία σε στρατευμένες οργανώσεις φασιστικού τύπου.
Αν και η δημοτικότητά του είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται, ο Περόν, βοηθούμενος και από σχετική συνταγματική τροπολογία, στις εκλογές του 1951 επανεξελέγη πρόεδρος.
Οι συνθήκες όμως είχαν πλέον αλλάξει. Την πηγή που έδινε στον Περόν τη δυνατότητα να προβαίνει σε τόσο πλούσιες παροχές προς τους εργαζομένους την τροφοδοτούσαν οι συσσωρευμένοι πόροι από τις αυξημένες εξαγωγές της Αργεντινής κατά τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Αλλά με τη βαθμιαία εξομάλυνση των αγορών το εμπόριο άρχισε να μην πηγαίνει τόσο καλά, ενώ παράλληλα αυξήθηκε ο πληθωρισμός.
Με τις νέες συνθήκες η αλόγιστη σπατάλη δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε οικονομική κρίση, στην οποία ήρθε να προστεθεί η δυσαρέσκεια για τη διαφθορά, τη δημαγωγία και την καταπίεση. Σημειώθηκαν ωστόσο και άλλες εξελίξεις που συνέβαλαν στη μείωση της δύναμης του Περόν. Ο θάνατος της Εβίτας το 1952 υπήρξε για τον Περόν βαρύτατο πλήγμα, όχι μόνο συναισθηματικό αλλά και πολιτικό. Οι σπουδαστές στράφηκαν εναντίον του και η αντικληρικαλική στάση του οδήγησε στον αφορισμό του από την Καθολική Εκκλησία το 1955. Παράλληλα ο ετερόκλητος συνασπισμός που τον στήριζε ως τότε, εργαζόμενοι, αντιδραστικοί, εθνικιστές, κληρικοί και στρατός, διαλύθηκε.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1955 στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον Περόν, ο οποίος κατέφυγε πρώτα στην Παραγουάη και κατόπιν στην Ισπανία. Αφησε ωστόσο πίσω του πολυάριθμους οπαδούς και ο περονισμός παρέμεινε η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στην Αργεντινή.
Οι κυβερνήσεις της Αργεντινής μετά την αναχώρηση του Περόν, πολιτικές ή στρατιωτικές, αποδείχθηκαν ατελέσφορες. Στη χώρα επικρατούσαν ανησυχία και δυσαρέσκεια, και ένας από τους λόγους για αυτή την κατάσταση ήταν ο αποκλεισμός του ολοένα διογκούμενου περονιστικού κινήματος από την εξουσία.
Το 1971 ο πρόεδρος της Αργεντινής στρατηγός Αλεχάντρο Αγκουστίν Λανούσε είχε πεισθεί ότι η αποκατάσταση της τάξης στη χώρα θα ήταν αδύνατη χωρίς τον Περόν και έτσι του έδωσε την άδεια να επιστρέψει. Δεν του επετράπη να πάρει μέρος στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου 1973, αλλά ο περονικός υποψήφιος Εκτωρ Κάμπορα νίκησε. Τον Ιούλιο ο Κάμπορα παραιτήθηκε και τον Σεπτέμβριο ο Περόν εξελέγη πρόεδρος με το 62% των ψήφων. H τρίτη σύζυγός του, η πρώην χορεύτρια Ισαβέλλα, την οποία είχε νυμφευθεί το 1961, εξελέγη αντιπρόεδρος, αν και οι περονικοί την αντιπαθούσαν, προσκολλημένοι στη μνήμη της αγαπημένης τους Εβίτας.
Μόλις ανέλαβε πάλι την εξουσία ο Περόν προσανατολίστηκε σταθερά προς τα δεξιά. Δεν πρόφθασε όμως να κάνει πολλά. Πέθανε από καρδιακή προσβολή και η χήρα του τον διαδέχθηκε στην προεδρία.
H Ισαβέλλα Περόν δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη καμιάς ισχυρής ομάδας, ούτε καν των φιλοπερονικών εργατικών σωματείων. Ακολούθησε περίοδος τρομοκρατίας και βίας ως την επέμβαση των στρατιωτικών στις 24 Μαρτίου 1976, οι οποίοι ανέτρεψαν την Ισαβέλλα
(Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=157438&ct=83&dt=29/02/2004#ixzz1Ep8F9ktd)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου