Παρότι είχαν μεσολαβήσει τριάντα και πλέον χρόνια από την τελευταία επίσημη επέμβαση του Στρατού στην πολιτική, κανένας δεν έπεσε από τα σύννεφα εκείνο το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967, πριν από 44 χρόνια ακριβώς.
Ούτε καν η Αριστερά, της οποίας το δημοσιογραφικό όργανο, η «Αυγή», είχε κυκλοφορήσει ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα με το πρωτοσέλιδο άρθρο «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία», το οποίο είχε γραφτεί από τον αείμνηστο Άγγελο Διαμαντόπουλο (μετέπειτα μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΚΚΕ Εσωτερικού). Ούτε οι «Δημοκρατικοί Σύνδεσμοι» του Ανδρέα Παπανδρέου, οι οποίοι προετοιμάζονταν να βγουν στους δρόμους «αν γίνει το κακό».
Πολύ περισσότερο δε, ο ηγέτης του Κόμματος Προοδευτικών Σπύρος Μαρκεζίνης (πρωθυπουργός της «επταετίας», στο στάδιο φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος), ο οποίος είχε προαναγγείλει ότι «εκλογές δεν
θα γίνουν. Φοβούμαι τον άγνωστο συνταγματάρχη».
Ίσως το κλίμα της στιγμής περιέγραψε καλύτερα από κάθε άλλον ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου σε μόλις τρεις λέξεις: «Ανεμένετο και εγένετο», είπε στο στρατιωτικό απόσπασμα που εισέβαλε στο Καστρί για να τον συλλάβει. Δεν έχασε ούτε την ψυχραιμία του και, «κοκέτης» όπως ήταν ο «Γέρος», τους ζήτησε να φορέσει κοστούμι και παπούτσια για να μην οδηγηθεί με τη robe de chambre προς «άγνωστον κατεύθυνσιν».
Κάποιοι όμως, παρότι δεν ήταν διόλου ανυποψίαστοι, μπλέχτηκαν. Στις τάξεις τους συμπεριλαμβάνονταν ο τότε ανώτατος άρχων (ο 27ετής Κωνσταντίνος), οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί και η κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Το Παλάτι και οι στρατηγοί, δε, ακόμα περισσότερο. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες της εποχής, συζητούσαν και προγραμμάτιζαν την κατάληψη της εξουσίας εν όψει της βέβαιης επικράτησης της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές της 28ης Μαΐου.
Από την άλλη η κυβέρνηση (μονοκομματική της ΕΡΕ και ούτε καν 18 ημερών) είχε την ψευδαίσθηση ότι καμία κίνηση δε θα γινόταν εν αγνοία της κοινοβουλευτικής Δεξιάς. Παρ’ όλα αυτά, ο πρωθυπουργός κοιμόταν στο διαμέρισμά του (στην οδό Ξενοκράτους στο Κολωνάκι) έχοντας στο κομοδίνο το πιστόλι. Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Γεώργιος Ράλλης (ο μετέπειτα πρωθυπουργός) αντιστάθηκε. Πριν από την έλευση του αποσπάσματος στην κατοικία του κατάφερε να φθάσει στο Σταθμό Χωροφυλακής Αμαρουσίου κι από κει «εν ονόματι του βασιλέως και της κυβερνήσεως» έδωσε μάταια τη μάχη του για κινητοποίηση αστυνομικών δυνάμεων στην πρωτεύουσα και στρατιωτικών στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί, όπως φάνηκε αργότερα, κι από το κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, υπήρχε έντονα φιλοβασιλικό κλίμα αλλά κενό οργανωτικά. Τη δική του μάχη, χωρίς απότέλεσμα κι εκείνος, έδωσε κι ο αρμόδιος υπουργός (Εθνικής Αμύνης) Παναγής Παπαληγούρας.
Σε κείνη την κυβέρνηση, όμως, υπήρχαν και στελέχη που ενσωματώθηκαν, κατόπιν, στο στρατιωτικό καθεστώς: Ο υπουργός Συντονισμού και πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Πιπινέλης (υπουργός Εξωτερικών από 20 Νοεμβρίου 1967 μέχρι το θάνατό του, στις 27 Μαΐου 1970) και ο υφυπουργός παρά τη Προεδρία της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνος Ράλλης (υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ από 25 Νοεμβρίου 1973 μέχρι 24 Ιουλίου 1974). Αλλά υφυπουργός (Οικονομικών από 31 Ιουλίου 1972 έως 8 Οκτωβρίου 1973) έγινε και βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου –κι από κείνους που δεν αποστάτησαν στα Ιουλιανά του ’65-, ο Σπύρος Κατσώτας.
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου έγινε έπειτα από 21 χρόνια κοινοβουλευτικού βίου. Απλά κοινοβουλευτικού κι όχι «ομαλού κοινοβουλευτικού». Και τι δεν μεσολάβησε στα έτη αυτά: Εμφύλιος πόλεμος, απόπειρα πραξικοπήματος το 1951, εκλογές που να δίνουν περισσότερες έδρες στο δεύτερο πολιτικό φορέα απ’ ό,τι στον πρώτο, καταγγελίες για νοθευμένες κάλπες, θάνατοι δύο βασιλέων, δολοφονία βουλευτή από παρακρατικούς, ακυβερνησία και καθημερινά οδοφράγματα μετά την πτώση της κυβέρνησης της Ε.Κ., κ.ο.κ.
Η προδικτατορική Δεξιά είχε τρεις πυλώνες: Τα Ανάκτορα, την κοινοβουλευτική της έκφραση (πότε ονομαζόταν Λαϊκόν Κόμμα, πότε Ελληνικός Συναγερμός και πότε ΕΡΕ) και το Στρατό. Η σύμπνοια αυτών των τριών πυλώνων την έκανε να μεγαλουργεί. Η διάσταση της προκαλούσε προβλήματα. Ενδεικτικά αναφέρονται η στάση των μελών του ΙΔΕΑ (Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών) το βράδυ της 30ής Μαΐου 1951 για να αποτρέψει την έξοδο του Αλέξανδρου Παπάγου από το Στράτευμα (μία παραίτηση που έφερε σε διάσταση τον τελευταίο με το Παλάτι) αλλά και η ρήξη Παύλου και Φρειδερίκης με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που προκάλεσε την παραίτηση του πρωθυπουργού στις 19 Ιουνίου 1963.
Πάντως, το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου δεν βρήκε δρώντα κανέναν από τους τρεις προαναφερθέντες πυλώνες, παρά μόνο μία συνιστώσα του: Αυτή που συγκρότησαν μεσαίοι αξιωματικοί, παίρνοντας με το μέρος τους κατώτερους.
Γι’ αυτό και στους φανατικούς πολέμιους του επταετούς καθεστώτος συγκαταλέγονται και υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί όπως ο στρατηγός Τζανετής, ο ναύαρχος Εγκολφόπουλος και στρατηγός Οπρόπουλος. Άλλοι από την αρχή της επικράτησής του κι άλλοι στην πορεία. Γι’ αυτό αντιτάχθηκε μετά (με το αποτυχημένο αντι-κίνημα ο Κωνσταντίνος), γι’ αυτό και έπραξαν το ίδιο επιφανείς πολιτικοί της, όπως ο Κανελλόπουλος.
Εκείνο το ξημέρωμα δεν άλλαξε χέρια μόνο ο τόπος αλλά και μία παράταξη. Για επτά και πλέον χρόνια…
Ούτε καν η Αριστερά, της οποίας το δημοσιογραφικό όργανο, η «Αυγή», είχε κυκλοφορήσει ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα με το πρωτοσέλιδο άρθρο «Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία», το οποίο είχε γραφτεί από τον αείμνηστο Άγγελο Διαμαντόπουλο (μετέπειτα μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΚΚΕ Εσωτερικού). Ούτε οι «Δημοκρατικοί Σύνδεσμοι» του Ανδρέα Παπανδρέου, οι οποίοι προετοιμάζονταν να βγουν στους δρόμους «αν γίνει το κακό».
Πολύ περισσότερο δε, ο ηγέτης του Κόμματος Προοδευτικών Σπύρος Μαρκεζίνης (πρωθυπουργός της «επταετίας», στο στάδιο φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος), ο οποίος είχε προαναγγείλει ότι «εκλογές δεν
θα γίνουν. Φοβούμαι τον άγνωστο συνταγματάρχη».
Ίσως το κλίμα της στιγμής περιέγραψε καλύτερα από κάθε άλλον ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου σε μόλις τρεις λέξεις: «Ανεμένετο και εγένετο», είπε στο στρατιωτικό απόσπασμα που εισέβαλε στο Καστρί για να τον συλλάβει. Δεν έχασε ούτε την ψυχραιμία του και, «κοκέτης» όπως ήταν ο «Γέρος», τους ζήτησε να φορέσει κοστούμι και παπούτσια για να μην οδηγηθεί με τη robe de chambre προς «άγνωστον κατεύθυνσιν».
Κάποιοι όμως, παρότι δεν ήταν διόλου ανυποψίαστοι, μπλέχτηκαν. Στις τάξεις τους συμπεριλαμβάνονταν ο τότε ανώτατος άρχων (ο 27ετής Κωνσταντίνος), οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί και η κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Το Παλάτι και οι στρατηγοί, δε, ακόμα περισσότερο. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες της εποχής, συζητούσαν και προγραμμάτιζαν την κατάληψη της εξουσίας εν όψει της βέβαιης επικράτησης της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές της 28ης Μαΐου.
Από την άλλη η κυβέρνηση (μονοκομματική της ΕΡΕ και ούτε καν 18 ημερών) είχε την ψευδαίσθηση ότι καμία κίνηση δε θα γινόταν εν αγνοία της κοινοβουλευτικής Δεξιάς. Παρ’ όλα αυτά, ο πρωθυπουργός κοιμόταν στο διαμέρισμά του (στην οδό Ξενοκράτους στο Κολωνάκι) έχοντας στο κομοδίνο το πιστόλι. Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Γεώργιος Ράλλης (ο μετέπειτα πρωθυπουργός) αντιστάθηκε. Πριν από την έλευση του αποσπάσματος στην κατοικία του κατάφερε να φθάσει στο Σταθμό Χωροφυλακής Αμαρουσίου κι από κει «εν ονόματι του βασιλέως και της κυβερνήσεως» έδωσε μάταια τη μάχη του για κινητοποίηση αστυνομικών δυνάμεων στην πρωτεύουσα και στρατιωτικών στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί, όπως φάνηκε αργότερα, κι από το κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, υπήρχε έντονα φιλοβασιλικό κλίμα αλλά κενό οργανωτικά. Τη δική του μάχη, χωρίς απότέλεσμα κι εκείνος, έδωσε κι ο αρμόδιος υπουργός (Εθνικής Αμύνης) Παναγής Παπαληγούρας.
Σε κείνη την κυβέρνηση, όμως, υπήρχαν και στελέχη που ενσωματώθηκαν, κατόπιν, στο στρατιωτικό καθεστώς: Ο υπουργός Συντονισμού και πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Πιπινέλης (υπουργός Εξωτερικών από 20 Νοεμβρίου 1967 μέχρι το θάνατό του, στις 27 Μαΐου 1970) και ο υφυπουργός παρά τη Προεδρία της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνος Ράλλης (υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ από 25 Νοεμβρίου 1973 μέχρι 24 Ιουλίου 1974). Αλλά υφυπουργός (Οικονομικών από 31 Ιουλίου 1972 έως 8 Οκτωβρίου 1973) έγινε και βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου –κι από κείνους που δεν αποστάτησαν στα Ιουλιανά του ’65-, ο Σπύρος Κατσώτας.
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου έγινε έπειτα από 21 χρόνια κοινοβουλευτικού βίου. Απλά κοινοβουλευτικού κι όχι «ομαλού κοινοβουλευτικού». Και τι δεν μεσολάβησε στα έτη αυτά: Εμφύλιος πόλεμος, απόπειρα πραξικοπήματος το 1951, εκλογές που να δίνουν περισσότερες έδρες στο δεύτερο πολιτικό φορέα απ’ ό,τι στον πρώτο, καταγγελίες για νοθευμένες κάλπες, θάνατοι δύο βασιλέων, δολοφονία βουλευτή από παρακρατικούς, ακυβερνησία και καθημερινά οδοφράγματα μετά την πτώση της κυβέρνησης της Ε.Κ., κ.ο.κ.
Η προδικτατορική Δεξιά είχε τρεις πυλώνες: Τα Ανάκτορα, την κοινοβουλευτική της έκφραση (πότε ονομαζόταν Λαϊκόν Κόμμα, πότε Ελληνικός Συναγερμός και πότε ΕΡΕ) και το Στρατό. Η σύμπνοια αυτών των τριών πυλώνων την έκανε να μεγαλουργεί. Η διάσταση της προκαλούσε προβλήματα. Ενδεικτικά αναφέρονται η στάση των μελών του ΙΔΕΑ (Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών) το βράδυ της 30ής Μαΐου 1951 για να αποτρέψει την έξοδο του Αλέξανδρου Παπάγου από το Στράτευμα (μία παραίτηση που έφερε σε διάσταση τον τελευταίο με το Παλάτι) αλλά και η ρήξη Παύλου και Φρειδερίκης με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που προκάλεσε την παραίτηση του πρωθυπουργού στις 19 Ιουνίου 1963.
Πάντως, το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου δεν βρήκε δρώντα κανέναν από τους τρεις προαναφερθέντες πυλώνες, παρά μόνο μία συνιστώσα του: Αυτή που συγκρότησαν μεσαίοι αξιωματικοί, παίρνοντας με το μέρος τους κατώτερους.
Γι’ αυτό και στους φανατικούς πολέμιους του επταετούς καθεστώτος συγκαταλέγονται και υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί όπως ο στρατηγός Τζανετής, ο ναύαρχος Εγκολφόπουλος και στρατηγός Οπρόπουλος. Άλλοι από την αρχή της επικράτησής του κι άλλοι στην πορεία. Γι’ αυτό αντιτάχθηκε μετά (με το αποτυχημένο αντι-κίνημα ο Κωνσταντίνος), γι’ αυτό και έπραξαν το ίδιο επιφανείς πολιτικοί της, όπως ο Κανελλόπουλος.
Εκείνο το ξημέρωμα δεν άλλαξε χέρια μόνο ο τόπος αλλά και μία παράταξη. Για επτά και πλέον χρόνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου