Τα αιματοκυλισμένα Δεκεμβριανά, που σήμαναν αυτόματα και ηχηρά τις καμπάνες της επισημοποίησης του νέου εθνικού διχασμού, προκάλεσαν και την πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία. Στους δεκαπέντε μήνες που ακολούθησαν μέχρι τις πρώτες μετακοτοχικές εκλογές σχηματίστηκαν συνολικά πέντε βραχύβιες κυβερνήσεις. Από τους Νικόλαο Πλαστήρα (3 Ιανουαρίου-19 Απριλίου 1945), Πέτρο Βούλγαρη (ως 17 Οκτωβρίου). αρχιεπίσκοπο –και αντιβασιλέα από 30 Δεκεμβρίου 1944- Δαμασκηνό (μέχρι 1 Νοεμβρίου), Παναγιώτη Κανελλόπουλο (ως 22 Νοεμβρίου) και Θεμιστοκλή Σοφούλη, μέχρι τις 4 Απριλίου 1946, όταν –μετεκλογικά- παρέδωσε.
Το πολιτειακό δεν είχε λυθεί παρά μόνο προσωρινά με την ορκωμοσία του Δαμασκηνού. Ο εγκατεστημένος στο Λονδίνο βασιλεύς Γεώργιος Β’ επέστρεψε (εκ νέου) στην Ελλάδα μόνο μετά το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου. Όλες οι κινήσεις αυτές είχαν δρομολογηθεί και από
τη βρετανική πλευρά, η οποία -άλλωστε- τον φιλοξενούσε στο έδαφός
της.
Ο ίδιος, παρότι μακριά, παρακολουθούσε στενά τα δρώμενα στην
Ελλάδα μέσα από τα μάτια πολλών δικών του ανθρώπων, κορυφαίοι των οποίων ήταν ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (προκάτοχος του Δαμασκηνού στο θρόνο) κι ένας νέος δικηγόρος, ο νομικός του σύμβουλος, Σπύρος Μαρκεζίνης (μετέπειτα βουλευτής, αρχηγός κόμματος, υπουργός και πρωθυπουργός στις «μέρες του Πολυτεχνείου» το 1973).
Τα παλαιά κόμματα προσπαθούσαν να αναδιοργανωθούν ενώ αρκετοί νέοι πολιτικοί σχηματισμοί ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια.
Το κλίμα κάθε άλλο παρά ήρεμο ήταν, τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Τα Δεκεμβριανά που είχαν προηγηθεί αλλά και η έντονη ανάμειξη του ξένου παράγοντα στα εσωτερικά τεκταινόμενα είχαν δημιουργήσει δύο μεγάλους πόλους. Από τη μία πλευρά ήταν οι λεγόμενες εθνικές δυνάμεις (που στις τάξεις τους είχαν και ηγέτες –όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου- με διακηρυγμένο τον αντι-βασιλικό τους προσανατολισμό) και από την άλλη οι ΕΑΜογενείς που στόχο είχαν (κι εκείνες) την κατάληψη της εξουσίας. Ίσως και με κάθε μέσο, αμφότερες!
Σκόρπια, πού και πού, συναντούσες πιο ενωτικές φωνές, προερχόμενες κυρίως από το χώρο του παραδοσιακού κέντρου. Είτε πιο προοδευτικές, όπως ο Πλαστήρας και ο Γεώργιος Καφαντάρης, είτε πιο συντηρητικές όπως ο Σοφούλης και ο Εμμανουήλ Τσουδερός.
Τις εκλογές προκήρυξε η κυβέρνηση Σοφούλη στις 19 Ιανουαρίου αλλά ασαφώς. Ούτε καν το εκλογικό σύστημα δεν είχε προσδιοριστεί ούτε ο αριθμός των εδρών.
Η Αριστερά, η οποία όταν έγινε πρωθυπουργός ο Σαμιώτης πολιτικός τον είχε στηρίξει, γρήγορα είχε δείξει τη διάθεσή της για αποχή από τις κάλπες. Από τον περασμένο Οκτώβριο, στην πολιτική απόφαση του συνεδρίου του ΚΚΕ αφού περιγραφόταν το πολιτικό κλίμα της εποχής, υπογραμμιζόταν ότι το κόμμα δεν θα δώσει «κύρος και νομιμότητα» στις κάλπες που θα αποτελέσουν «νομιμοφανές πραξικόπημα κατά της λαϊκής θέλησης».
Λίγες ημέρες μετά την ορκωμοσία Σοφούλη, ο κύριος κορμός των ΕΑΜογενών δυνάμεων απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση και στις 7 Φεβρουαρίου ο χώρος αυτός ουσιαστικά προανήγγειλε την αποχή του από τις εκλογές ζητώντας μεταξύ άλλων δίμηνη αναβολή τους, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και χορήγηση γενικής αμνηστίας,
Εκείνες τις μέρες, ο άσπονδος φίλος του πρωθυπουργού στο Κόμμα Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος (ο γιος του ιδρυτή του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα) είχε προχωρήσει στη σύναψη συμφωνίας με το προπολεμικά «αντίπαλον δέος», το Λαϊκόν Κόμμα. Ο «Κληκλής», όπως τον προσφωνούσαν οι στενοί φίλοι του, φιλοδοξούσε να ηγηθεί ο ίδιος ενός ευρυτάτου σχήματος και για το σκοπό αυτό διεύρυνε τη συμφωνία του με τη συμμετοχή πολιτικών αρχηγών της εποχής, όπως οι Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ναπολέων Ζέρβας. Από κοντά σ’ αυτό του το εγχείρημα ήταν κι ένας παλαιός συνεργάτης του πατέρα του, ο Στυλιανός Γονατάς (συναρχηγός του Πλαστήρα στην Επανάσταση του 1922, πρωθυπουργός της, αργότερα υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου και πρόεδρος της Γερουσίας).
Ο Σοφούλης, ο οποίος μετέπειτα (περίοδος εμφυλίου) συμμάχησε με το Λαϊκόν Κόμμα κι έγινε εκ νέου πρωθυπουργός, ήταν αντίθετος σε αυτό το πληθωρικό πολιτικό σχήμα, αποφάσισε «να χωρίσει τα τσανάκια του» με τον Σοφοκλή. Το κόμμα τους διασπάστηκε και ο ίδιος κράτησε την πλειοψηφία των στελεχών αλλά και την πρωθυπουργία.
Με επισημοποιημένη πλέον την αποχή του συνόλου των δυνάμεων της Αριστεράς (αλλά και των πρώην πρωθυπουργών Καφαντάρη και Τσουδερού), οι εκλογές διενεργήθηκαν –με το σύστημα της απλής αναλογικής και την ανάδειξη 354 βουλευτών- και με τους πάντες να ερίζουν για το ποσοστό της αποχής. Με τη φιλοβασιλική πλευρά να επικαλείται μια πρώτη έκθεση παρατηρητών του ΟΗΕ και να το τοποθετηθεί στο 9%, τα έντυπα της Αριστεράς να κραυγάζουν για 53% και τις ψύχραιμες φωνές να το συγκεκριμενοποιούν στο ένα τρίτο του εκλογικού Σώματος.
Θεμιστοκλής Σοφούλης |
Το πολιτειακό δεν είχε λυθεί παρά μόνο προσωρινά με την ορκωμοσία του Δαμασκηνού. Ο εγκατεστημένος στο Λονδίνο βασιλεύς Γεώργιος Β’ επέστρεψε (εκ νέου) στην Ελλάδα μόνο μετά το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου. Όλες οι κινήσεις αυτές είχαν δρομολογηθεί και από
τη βρετανική πλευρά, η οποία -άλλωστε- τον φιλοξενούσε στο έδαφός
της.
Ο ίδιος, παρότι μακριά, παρακολουθούσε στενά τα δρώμενα στην
Ελλάδα μέσα από τα μάτια πολλών δικών του ανθρώπων, κορυφαίοι των οποίων ήταν ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (προκάτοχος του Δαμασκηνού στο θρόνο) κι ένας νέος δικηγόρος, ο νομικός του σύμβουλος, Σπύρος Μαρκεζίνης (μετέπειτα βουλευτής, αρχηγός κόμματος, υπουργός και πρωθυπουργός στις «μέρες του Πολυτεχνείου» το 1973).
Τα παλαιά κόμματα προσπαθούσαν να αναδιοργανωθούν ενώ αρκετοί νέοι πολιτικοί σχηματισμοί ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια.
Το κλίμα κάθε άλλο παρά ήρεμο ήταν, τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Τα Δεκεμβριανά που είχαν προηγηθεί αλλά και η έντονη ανάμειξη του ξένου παράγοντα στα εσωτερικά τεκταινόμενα είχαν δημιουργήσει δύο μεγάλους πόλους. Από τη μία πλευρά ήταν οι λεγόμενες εθνικές δυνάμεις (που στις τάξεις τους είχαν και ηγέτες –όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου- με διακηρυγμένο τον αντι-βασιλικό τους προσανατολισμό) και από την άλλη οι ΕΑΜογενείς που στόχο είχαν (κι εκείνες) την κατάληψη της εξουσίας. Ίσως και με κάθε μέσο, αμφότερες!
Σκόρπια, πού και πού, συναντούσες πιο ενωτικές φωνές, προερχόμενες κυρίως από το χώρο του παραδοσιακού κέντρου. Είτε πιο προοδευτικές, όπως ο Πλαστήρας και ο Γεώργιος Καφαντάρης, είτε πιο συντηρητικές όπως ο Σοφούλης και ο Εμμανουήλ Τσουδερός.
Τις εκλογές προκήρυξε η κυβέρνηση Σοφούλη στις 19 Ιανουαρίου αλλά ασαφώς. Ούτε καν το εκλογικό σύστημα δεν είχε προσδιοριστεί ούτε ο αριθμός των εδρών.
Η Αριστερά, η οποία όταν έγινε πρωθυπουργός ο Σαμιώτης πολιτικός τον είχε στηρίξει, γρήγορα είχε δείξει τη διάθεσή της για αποχή από τις κάλπες. Από τον περασμένο Οκτώβριο, στην πολιτική απόφαση του συνεδρίου του ΚΚΕ αφού περιγραφόταν το πολιτικό κλίμα της εποχής, υπογραμμιζόταν ότι το κόμμα δεν θα δώσει «κύρος και νομιμότητα» στις κάλπες που θα αποτελέσουν «νομιμοφανές πραξικόπημα κατά της λαϊκής θέλησης».
Λίγες ημέρες μετά την ορκωμοσία Σοφούλη, ο κύριος κορμός των ΕΑΜογενών δυνάμεων απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση και στις 7 Φεβρουαρίου ο χώρος αυτός ουσιαστικά προανήγγειλε την αποχή του από τις εκλογές ζητώντας μεταξύ άλλων δίμηνη αναβολή τους, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και χορήγηση γενικής αμνηστίας,
Εκείνες τις μέρες, ο άσπονδος φίλος του πρωθυπουργού στο Κόμμα Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος (ο γιος του ιδρυτή του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα) είχε προχωρήσει στη σύναψη συμφωνίας με το προπολεμικά «αντίπαλον δέος», το Λαϊκόν Κόμμα. Ο «Κληκλής», όπως τον προσφωνούσαν οι στενοί φίλοι του, φιλοδοξούσε να ηγηθεί ο ίδιος ενός ευρυτάτου σχήματος και για το σκοπό αυτό διεύρυνε τη συμφωνία του με τη συμμετοχή πολιτικών αρχηγών της εποχής, όπως οι Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ναπολέων Ζέρβας. Από κοντά σ’ αυτό του το εγχείρημα ήταν κι ένας παλαιός συνεργάτης του πατέρα του, ο Στυλιανός Γονατάς (συναρχηγός του Πλαστήρα στην Επανάσταση του 1922, πρωθυπουργός της, αργότερα υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου και πρόεδρος της Γερουσίας).
Ο Σοφούλης, ο οποίος μετέπειτα (περίοδος εμφυλίου) συμμάχησε με το Λαϊκόν Κόμμα κι έγινε εκ νέου πρωθυπουργός, ήταν αντίθετος σε αυτό το πληθωρικό πολιτικό σχήμα, αποφάσισε «να χωρίσει τα τσανάκια του» με τον Σοφοκλή. Το κόμμα τους διασπάστηκε και ο ίδιος κράτησε την πλειοψηφία των στελεχών αλλά και την πρωθυπουργία.
Με επισημοποιημένη πλέον την αποχή του συνόλου των δυνάμεων της Αριστεράς (αλλά και των πρώην πρωθυπουργών Καφαντάρη και Τσουδερού), οι εκλογές διενεργήθηκαν –με το σύστημα της απλής αναλογικής και την ανάδειξη 354 βουλευτών- και με τους πάντες να ερίζουν για το ποσοστό της αποχής. Με τη φιλοβασιλική πλευρά να επικαλείται μια πρώτη έκθεση παρατηρητών του ΟΗΕ και να το τοποθετηθεί στο 9%, τα έντυπα της Αριστεράς να κραυγάζουν για 53% και τις ψύχραιμες φωνές να το συγκεκριμενοποιούν στο ένα τρίτο του εκλογικού Σώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου