Ο Γιάννης Κυριαζής γεννήθηκε το 1915 στην Καβάλα κι εκεί άρχισε να παίζει στην κιθάρα του, κυρίως ελαφρά τραγούδια. Το 1937 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε κλασική κιθάρα. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη που υπηρετούσε τότε στη Θεσσαλονίκη και δούλεψε μαζί του σαν κιθαρίστας και τραγουδιστής. Μέσω του Τσιτσάνη, με τον οποίο διατήρησαν στενή φιλία ως το τέλος, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε και με άλλους μεγάλους του ρεμπέτικου, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που κυνηγημένοι από τον “μπουζοκομάχο” Μεταξά κατέφευγαν συχνά εκείνο τον καιρό στη Θεσσαλονίκη για να μπορέσουν
να δουλέψουν.Στην διάρκεια της κατοχής θα πάρει μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα μέσα απ’ τις γραμμές του ΕΑΜ και θα οργανωθεί στο ΚΚΕ. Το 1943 μάλιστα θα γράψει κι ένα αντάρτικο τραγούδι, που δεν είναι τόσο γνωστό και έχει τίτλο “Άειντε πάμε”.
Η αντιστασιακή του δράση στην κατοχή “ανταμείφθηκε” μετά τα Δεκεμβριανά, με μια καταδίκη και εγκλεισμό στις φυλακές ως το 1946.
Ο ίδιος ο Γ. Κυριαζής περιγράφει κάποιες αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη, σε μία συνέντευξη που παραχώρησε στον Τάσο Σχορέλη , τον Μάρτη του 1978:
«Αργότερα πήγα στρατιώτης. Μετά γνώρισα κάτι παιδιά, τα πίστεψα, τ’ αγάπησα και από τότε άλλαξε η ζωή μου. Πολέμησα τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Βούλγαρους στ’ αφιλόξενα βουνά της Μακεδονίας μας και της Ηπείρου κάτω απ’ την καθοδήγηση του ΕΑΜ. Συνέπεια, είκοσι πέντε χρόνια καταδίωξη.
Οταν αποφυλακίστηκα το 1946 μου ‘πανε: “Φύγε. Θα σε σκοτώσουνε”. Μπήκα ένα βράδυ λαθραία στο “ΚΟΡΙΝΘΙΑ” και κατέβηκα στον Πειραιά».
Στην Αθήνα, παρά τις δυσκολίες και το κυνηγητό, προσπαθεί να επιβιώσει και να ενταχθεί στην μεγάλη παρέα του λαϊκού τραγουδιού, δουλεύοντας στην αρχή σε “κακόφημα” μαγαζιά της Τρούμπας. Γρήγορα μετακόμισε σε καλύτερα στέκια, όπως το μαγαζί “του Μάριου” και το “καρέ του άσου” και το 1947 μπαίνει στη δισκογραφία με τα τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα “Εβίβα ρεμπέτες” και “η παραστρατημένη”. Στη συνέχεια θα ηχογραφήσει δεκάδες τραγούδια μεγάλων λαϊκών δημιουργών, αλλά και δικές του συνθέσεις. Την ξεχωριστή κανταδόρικη φωνή του Γιάννη Κυριαζή εμπιστεύτηκαν για να ερμηνεύσει τραγούδια τους συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας, ο Στέλιος Χρυσίνης, Μπάμπης Μπακάλης, Μάνος Χατζιδάκις κ.ά. Διακρίθηκε σαν κιθαρίστας στα λαϊκά πάλκα, αλλά ξεχώρισε επίσης και για τα σιγόντα του, μια και έκανε δεύτερη φωνή σε όλες τις μεγάλες γυναικείες φωνές του λαϊκού τραγουδιού εκείνης της εποχής, όπως η Γιώτα Λύδια,η Καίτη Γκρέυ,η Πόλυ Πάνου και η Στέλλα Χασκίλ.
Ο Κυριαζής, ήταν μια ιδιαίτερη αλλά συγκροτημένη προσωπικότητα, αληθινός καλλιτέχνης με άποψη τόσο για την κοινωνία όσο και για τον κοινωνικό ρόλο του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Σε μια συνέντευξή του, θέλοντας να αντικρούσει τις θεωρίες που έλεγαν ότι το ρεμπέτικο τραγούδι είναι προϊόν του περιθωρίου και του λούμπεν προλεταριάτου έλεγε:
«Μας λένε ότι το “Αν είσαι μάνα και πονείς, έλα στ’ Ανάπλι να με δεις” είναι χασικλίδικο, είναι του υποκόσμου κλπ. Γιατί, δηλαδή, πρέπει να το ‘πε ένας φονιάς, ένας ληστής και να μην το ‘πε ο Κολοκοτρώνης; Υπάρχει πιο τραγικός στίχος και πιο μεγαλειώδης; Οποιος κι αν τον έγραψε. Είναι ο πόνος του φυλακισμένου που πέρασε από τ’ Ανάπλι, από το κάθε Ανάπλι της χώρας. Δύναμη του λαϊκού τραγουδιού είναι ότι αντλείται από το λαό και σ’ αυτόν επιστρέφει».
Ο Γιώργος Κοντογιάννης στο μικρό σημείωμα που συνοδεύει το cd “Γιάννης Κυριαζής-ρεμπέτης και τζέντλεμαν” (έκδοση του περιοδικού “λαϊκό τραγούδι”), αφού κάνει μνεία στον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του Γ.Κυριαζή γράφει:
(Ο Γ. Κυριαζής )υπήρξε ένας πολιτισμένος (με την ουσιαστική έννοια) άνθρωπος, ένας αληθινός μάγκας (διάβαζε: κύριος), πάντα καλοντυμένος και γόης. Στη δεκαετία του ’70 τραγουδούσε στο κέντρο “Ωραία μου κυρία” με την Νανά Γκρέτα, φορώντας αληθινά κασμίρ, μεταξωτά φουλάρια και εγγλέζικα παπούτσια
Για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του Κυριαζή κάνει ιδιαίτερη αναφορά και ο Άρης Νικολαϊδης, στο άρθρο του στο ένθετο “7 ημέρες μαζί” του Ριζοσπάστη (Κυριακή 29 Ιούνη 2003):
http://afmarx.wordpress.com/2008/06/06/kyriazi/ )Ο Γιάννης Κυριαζής έμεινε γνωστός για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του. Όλη του τη ζωή έμεινε αταλάντευτος, πιστός στα ιδανικά του. Αυτή η στάση του, όπως ήταν φυσικό, έπαιξε αρνητικό ρόλο στην καλλιτεχνική του καριέρα και συχνά οι πόρτες των μαγαζιών και των εταιριών ήταν γι’ αυτόν κλειστές.
(…)
Οι κακουχίες που πέρασε, αλλά και οι καταχρήσεις που έκανε είχαν σαν αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθεί πολλά χρόνια με την υγεία του (ήταν φυματικός). Έφυγε από τη ζωή τον Ιούνη του 1982. Οσοι τον γνώριζαν, θα τον θυμούνται σαν έναν ευαίσθητο και αυθόρμητο άνθρωπο, έναν ασυμβίβαστο αγωνιστή, ένα παλικάρι.
Τα λόγια και οι πράξεις του το αποδείκνυαν:
«Για ν’ ανεβείς ψηλά πρέπει να περάσεις πολλές πόρτες χαμηλές και στενές και να σκύβεις. Εγώ πάντως κατάπια ένα σπαθί ατσάλινο που έφτανε ως το λαιμό και δε με άφησε να σκύψω και να περάσω τα πορτάκια της υποταγής και του συμβιβασμού» (από το
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου