«Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους· ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο· χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος, μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα, στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους». Με τον τρόπο αυτό περιέγραψε την εικόνα της Κατοχής και τις μεταμορφώσεις των ανθρώπων κατά τη διάρκειά της ο Γιώργος Σεφέρης. Μια κοινωνία σε κρίση, άνθρωποι σε απόγνωση,
σφυρηλατήθηκαν στο
αμόνι του πολέμου αλλάζοντας οριστικά τη ζωή και την τύχη τους.
26 Σεπτεμβρίου 1944. Σ' ένα σπιτάκι της χώρας των Κυθήρων ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε διορισθεί Κυβερνητικός Αντιπρόσωπος στην Πελοπόννησο, συναντήθηκε με αξιωματούχους του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, παρουσία Αγγλων στρατιωτικών, των εντοπίων κοινοτικών αρχών και αρκετών δημοσίων υπαλλήλων. Μόλις ολοκληρώθηκε η συνάντηση, οι Βρετανοί τον προειδοποίησαν πως η κατάσταση στην Πελοπόννησο ήταν κρίσιμη, αφού είχε προηγηθεί αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στην Καλαμάτα και τον Μελιγαλά ανάμεσα σε άνδρες του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ όλα έδειχναν ότι μια νέα σύγκρουση βρισκόταν προ των πυλών.
Εχοντας αυτά στο μυαλό του, λίγες ημέρες αργότερα, ο Κανελλόπουλος εξέδωσε από την Καλαμάτα προκήρυξη προς τους Πελοποννησίους, υπογραμμίζοντας πως «η αποκατάσταση της ελευθερίας είναι έργο δυσκολότερο από την αποτίναξη της δουλείας». Στην πορεία του προς την Τρίπολη, ο Πατρινός πολιτικός είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την ακρίβεια των παρεχόμενων πληροφοριών. «Περνώντας από ένα δρόμο της Καλαμάτας, μας περίμενε πλήθος κόσμου, που σταμάτησε τ' αυτοκίνητό μου και ζητούσε -η όλη υπόθεση ήταν σκηνοθετημένη- θάνατο για τους Ταγματασφαλίτες και ψωμί... δύο από τα χωριά ήταν πέρα για πέρα πυρπολημένα από τους Γερμανούς. Τραγικό θέαμα... η ψυχή μου ήταν βαθειά συγκλονισμένη» κατέγραφε στο Ημερολόγιό του.
Οι επόμενες ημέρες υπήρξαν ακόμη δυσκολότερες για τον Κανελλόπουλο. Εξαγριωμένες ομάδες πληθυσμού τον επισκέπτονταν καθημερινά θέτοντας διάφορα αιτήματα: «τρόφιμα, πολεμοφόδια για τον ΕΛΑΣ και άμεση θανάτωση των »προδοτών» των Ταγματασφαλιτών». Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες, ο Κανελλόπουλος βρέθηκε σε απόγνωση: «φυσικά δεν υποχώρησα σε καμμιά από τις απαιτήσεις. Πέρασα τρεις ώρες πολύ δύσκολες και κρίσιμες. Ηρθα με αδειανά τα χέρια κι ο κόσμος πεινάει. Είπα σ' όλους: »Θάταν τάχα τίμιο να πω στην Κυβέρνηση, όταν μούπε να ρθω στην Πελοπόννησο, ότι δεν έρχομαι πριν οι Αγγλοι μου δώσουν μαζί τρόφιμα; Ηρθα, έστω και μ' αδειανά τα χέρια. Είχα χρέος να' ρθω αμέσως, όπως - όπως»».
Βορειότερα, στη Μακεδονία, η κατάσταση παρουσίαζε πολλές ομοιότητες. Λίγο μετά την απελευθέρωσή της, ο Γεώργιος Μόδης τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας. Μόλις ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου του ανακοίνωσε την απόφασή του, ο Μακεδόνας πολιτικός τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια: «Και τι γίνεται τώρα στη Θεσσαλονίκη, κύριε Πρόεδρε;», για να λάβει την αφοπλιστική απάντηση: «Μήπως ξέρομε; Γι' αυτό θα πας εκεί. Κυριαρχούν βέβαια οι Κομμουνισταί. Αλλά θα στρώσουν. Εχουν και μερικά δίκαια παράπονα».
Η άφιξη στη μακεδονική πρωτεύουσα επιβεβαίωσε πολλούς από τους φόβους των κυβερνητικών στελεχών. Ο ίδιος ο Μόδης δεν διέθετε ούτε έναν χωροφύλακα φρουρό, ενώ μοναδικός του ακόλουθος ήταν ένας νεαρός Ελασίτης. Την ίδια στιγμή οι ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης ήταν μεγάλες, ενώ πόλεις, όπως η Φλώρινα, είχαν μείνει χωρίς φως λόγω έλλειψης πετρελαίου. Αλλά και στη Μακεδονία το αιματοκύλισμα συνεχιζόταν. «Εμάθαινα ότι γίνονταν αθρόες σφαγές στις χαράδρες της Ανω Πόλης! Πώς να αντιδρούσα! Οι διαμαρτυρίες μου ήταν χαμένος κόπος. Και αν αυτές οι φρικαλεότητες συντελούνταν μέσα στη Θεσσαλονίκη όπου βρισκόμουν εγώ με την Αγγλοϊνδική Μεραρχία, πόσο άραγε αίμα θα χυνόταν έτσι άδικα και απάνθρωπα στις επαρχίες!... η »λευτεριά» είχεν έρθη φορτωμένη χειροπέδες και »αιμοσταγή» μαχαίρια!», υπογράμμιζε με ανησυχία ο Μόδης.
Σε γενικές γραμμές, τεταμένη κατάσταση επικρατούσε στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας την εποχή της απελευθέρωσης της χώρας από τις δυνάμεις του Αξονα. Δεν ήταν μόνο τα θύματα των πολεμικών επιχειρήσεων, του φοβερού λιμού και της φτώχειας -που μάστιζε ιδίως τους αστικούς πληθυσμούς- ούτε τα αθώα θύματα των γερμανικών αντιποίνων -τα οποία φαίνεται πως ξεπερνούσαν τις 40.000- και οι νεκροί του Ολοκαυτώματος. Ηταν και ο γενικευμένος φόβος που διέτρεχε την ύπαιθρο, οι σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις -που είχαν ενταθεί μετά το φθινόπωρο του 1943 υποδαυλίζοντας τα πολιτικά πάθη και υπονομεύοντας την εθνική συμφιλίωση- οι απαγωγές, οι πολιτικές δολοφονίες αντιφρονούντων, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, οι «οβιδιακές» μεταμορφώσεις ανθρώπων, η αίσθηση πως η σχεδόν τετραετής Κατοχή είχε ουσιαστικά ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας», σαρώνοντας από τη μια σάπιες συμπεριφορές και αμαρτωλές συνειδήσεις και από την άλλη απελευθερώνοντας δυνάμεις που έπαιρναν θέση για το τελικό ξεκαθάρισμα.
Ιδιαίτερα βίαιη στάθηκε η αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία είχαν συμπαραταχθεί τα προηγούμενα χρόνια με τις δυνάμεις Κατοχής, συνιστώντας το πιο στυγνό πρόσωπο του ελληνικού δωσιλογισμού και συγκεντρώνοντας στις τάξεις τους ετερόκλητα στοιχεία.
Τέτοιου είδους σύνθετα προβλήματα κλήθηκαν να διαχειρισθούν οι εκπρόσωποι της νόμιμης κυβέρνησης αμέσως μετά την άφιξή τους στη χώρα, τον Οκτώβριο του 1944. Δεν ήταν εύκολο το έργο της ανασύστασης του κράτους, εν μέσω μάλιστα συγκρούσεων για τη νομή της εξουσίας, αφού η κυριαρχία του ΕΑΜ ήταν δεδομένη σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα πλην της Αθήνας, όπου μόνο η παρουσία των βρετανικών στρατευμάτων παρείχε κάλυψη ασφαλείας στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Χρειάσθηκε να παρέλθει τουλάχιστον ένας χρόνος, έως το φθινόπωρο του 1945, προκειμένου να στελεχωθεί ένας υποτυπώδης διοικητικός μηχανισμός. Είχαν βεβαίως μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά και η Συμφωνία της Βάρκιζας, που επέτειναν ακόμη περισσότερο την ακυβερνησία και την ανασφάλεια. Μακριά από την Αθήνα, στην ύπαιθρο και κυρίως στη βόρεια Ελλάδα η κατάσταση ήταν μάλλον εκτός ελέγχου. Οι αντιπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας αργούσαν να φανούν, ενώ οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν. Είναι ενδεικτικό ότι στις αρχές της άνοιξης του 1945 η ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριος από την πλευρά της Ελλάδας δεν φρουρούνταν ακόμη. Το γεγονός αυτό επέτρεψε την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μακεδονία από τους βόρειους γείτονες, με τη σύμπραξη αυτονομιστικών στοιχείων που ενυπήρχαν στους κόλπους των Ελλήνων Σλαβοφώνων και είχαν αποδεσμευθεί από την καθοδήγηση του ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα ομάδες παρακρατικών είχαν πάρει τον νόμο στα χέρια τους, επιχειρώντας να «λύσουν» πολλές από τις διαφορές που η Κατοχή είχε κληροδοτήσει.
Στα τέλη του 1944 η Ελλάδα είχε επιτέλους απελευθερωθεί από την τριπλή Κατοχή. Ομως η στιγμή της απελευθέρωσής της από τις δουλείες και τις αμαρτίες του παρελθόντος εκκρεμούσε ακόμη. «Ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ' ανοίξω; Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω; Γιοι των ανθρώπων, τι να πω; Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!» (Οδυσσέα Ελύτη, Το Αξιον Εστί, ΙΓ΄, εκδόσεις Ικαρος, 15η έκδοση, Αθήνα 1989, σ. 56).
Από τις αρχές κιόλας του 1944, είχε γίνει ορατό πως η παραμονή των Γερμανών και των συμμάχων τους στην Ελλάδα επρόκειτο να τερματιστεί σύντομα. Οι ήττες τους στα διεθνή μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων ήταν σαρωτικές, προάγγελος της έκβασης του πολέμου. Στον αντίποδα, στο ελληνικό στρατόπεδο πλήθαιναν οι συζητήσεις και οι διεργασίες ενόψει της διαφαινόμενης απελευθέρωσης. Η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση και ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου και της στρατιωτικής ηγεσίας βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη, στην κατεχόμενη Ελλάδα η δράση των αντιστασιακών ομάδων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ είχε οδηγήσει στην ανάδυση και νέων πόλων εξουσίας. Ιδιαίτερα το ΕΑΜ είχε αναδειχθεί στη μεγαλύτερη αντιστασιακή δύναμη και διεκδικούσε μερίδιο εξουσίας την επαύριον της απελευθέρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, στις 10 Μαρτίου 1944, συστάθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, γνωστότερη ως ΠΕΕΑ, με σκοπό τη διοίκηση των περιοχών που ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ αλλά και την ανάδειξη μιας εναλλακτικής πηγής εξουσίας.
Επιδιώκοντας να ρυθμίσουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα, οι Βρετανοί ανέλαβαν πρωτοβουλία να οδηγήσουν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αλλωστε, τα ζητήματα που έπρεπε να διευκρινισθούν ήταν πολλά και αμφιλεγόμενα: η επιστροφή ή μη του βασιλιά Γεωργίου Β΄, η τύχη των Ταγμάτων Ασφαλείας, η δομή της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Στη σκιά των διεργασιών αυτών, δύο γεγονότα, η δολοφονία του ηγέτη της ΕΚΚΑ, συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, από τον ΕΛΑΣ και το κίνημα που εκδηλώθηκε στις τάξεις του Στρατού της Μέσης Ανατολής, απείλησαν προς στιγμήν να τορπιλίσουν τις μεσολαβητικές πρωτοβουλίες.
Τελικά, τον Μάιο του 1944 πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη του Λιβάνου, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι απ' όλες τις πλευρές του ελληνικού πολιτικού κόσμου. Επειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, πιέσεις, αμφιταλαντεύσεις και συμβιβασμούς, στις 20 Μαΐου οι σύνεδροι συμφώνησαν σε ένα κείμενο, το «Εθνικόν Συμβόλαιον», το οποίο, μεταξύ άλλων, προέβλεπε τον σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης -χωρίς όμως να καθορίζει τον αριθμό των υπουργείων που θα δίδονταν στο ΕΑΜ- καθώς και τη συγκρότηση ενιαίου Στρατεύματος.
Σχολιάζοντας τις αποφάσεις που ελήφθησαν στον Λίβανο, ο πρώην αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έγραφε στο ημερολόγιό του: «Η στιγμή που αναγγέλθηκε η συμφωνία ήταν συγκινητική. Δεν ξέρω τι θα βγει από τη σημερινή ημέρα. Πάντως η ημέρα αυτή ήταν ιστορική. Ολα τα κόμματα και όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις των βουνών και των πόλεων της Ελλάδος αποφασίσαμε να σχηματίσουμε την πιο πανελλήνια κυβέρνηση που έχει ποτέ υπάρξει. Για πρώτη φορά μπαίνουν οι Ελληνες κομμουνιστές σε ελληνική κυβέρνηση. Οι ευθύνες που αναλαμβάνουμε είναι τεράστιες. Ο Παπανδρέου διαχειρίστηκε με ευστροφία την αποστολή του. Ολοι μας δείξαμε διάθεση ελληνική. Ας δώσει ο Θεός, η Ιστορία που έρχεται να ανταποκριθεί στη διάθεσή μας και να δικαιώσει την απόφαση που πήραμε».
Υλοποιώντας τα συμφωνηθέντα του Λιβάνου, ο Γεώργιος Παπανδρέου ορκίσθηκε σύντομα πρωθυπουργός, ενώ πολύ αργότερα, μόλις στις 2 Σεπτεμβρίου, εισήλθαν στην κυβέρνηση οι έξι υπουργοί που προέρχονταν από το ΕΑΜ, ένδειξη ασφαλώς της εσωτερικής έντασης που προκλήθηκε στους κόλπους της Αριστεράς.
Στο μεταξύ, οι εξελίξεις έτρεχαν. Στις 31 Αυγούστου ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Βουκουρέστι, ενώ στις 8 Σεπτεμβρίου εισέβαλε στη Βουλγαρία επιβάλλοντας ουσιαστικά τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Παραμονές της απελευθέρωσης της Ελλάδας κορυφώθηκαν επίσης οι συζητήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τον καθορισμό των σφαιρών επιρροής. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές έπαιξαν οι Βρετανοί και οι Σοβιετικοί. Η ηγεσία του Κρεμλίνου ικανοποιήθηκε από την αποδοχή της κυριαρχίας της στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και έστρεψε το ενδιαφέρον της προς την κεντρική Ευρώπη και την Πολωνία. Με τη σειρά της, αποδέχθηκε την κυριαρχία των Βρετανών στη Μεσόγειο και την προνομιακή σχέση τους με την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, γνωστότερη ως «συμφωνία των ποσοστών», οριστικοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1944 και εν πολλοίς καθόρισε τις εξελίξεις στο ελληνικό Ζήτημα. Είχε προηγηθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου η Συμφωνία της Καζέρτας, με την οποία όλες οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Βρετανού Στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι.
«Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες του Πρωτέα, ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄» περιγράφοντας τις τελευταίες αγωνιώδεις ημέρες πριν από την επιστροφή στην πατρίδα.
Το επόμενο χρονικό διάστημα η ελληνική Χερσόνησος εκκενώθηκε σταδιακά από τις δυνάμεις του Αξονα, ενώ βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο προλειαίνοντας ουσιαστικά το έδαφος για την άφιξη της πολιτικής ηγεσίας. Τελικά, στις 18 Οκτωβρίου του 1944 τα μέλη της νόμιμης ελληνικής κυβέρνησης εισήλθαν θριαμβευτικά στην Αθήνα. Την ίδια μέρα η ελληνική σημαία υψώθηκε και πάλι στον Ιερό Βράχο. Οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου στον λόγο της Απελευθερώσεως τις αποτύπωσε με γλαφυρότητα: «Ασπαζόμεθα την ιεράν γην της ελευθέρας πατρίδος! Οι βάρβαροι, αφού εβεβήλωσαν, επυρπόλησαν και εδήωσαν, επί τρία και ήμισυ έτη, πιεζόμενοι πλέον από την γενικήν συμμαχικήν νίκην και την εθνικήν μας αντίστασιν, τρέπονται εις φυγήν. Και η κυανόλευκος κυματίζει μόνη εις την Ακρόπολιν. Από τα βάθη της ιστορίας οι Ελληνικοί αιώνες πανηγυρίζουν την επάνοδον της Ελευθερίας εις την αρχαίαν Πατρίδαν της. Και στεφανώνουν την Γενεάν μας. Διότι ολόκληρος ο λαός μας υπήρξεν αγωνιστής της Ελευθερίας. Δεν ευρίσκεται ασφαλώς εις την κατεχόμενην Ευρώπην άλλο παράδειγμα τόσον καθολικής αντιστάσεως και τόσον ακλονήτου αισιοδοξίας διά την τελικήν Νίκην».
Τρεισήμισι χρόνια μετά την εισβολή των Γερμανών, ο ελεύθερος εθνικός βίος άρχιζε εκ νέου. Ωστόσο, στο καμίνι της Κατοχής παραδοσιακές δυνάμεις είχαν παρακμάσει ή απαξιωθεί, ενώ είχαν αναδειχθεί νέες με κυρίαρχη εκείνη του ΕΑΜ, που είχε πρωταγωνιστήσει στον αντιστασιακό αγώνα. Η de facto, όμως, πρωτοκαθεδρία του ΕΑΜ αμφισβητούνταν από τη διαμόρφωση των σφαιρών επιρροής που είχαν τελεσίδικα επιδικάσει την Ελλάδα στη βρετανική πλευρά. Ηταν εμφανές ότι η παραπάνω δυσαρμονία δεν θα αργούσε να εκδηλωθεί. Απότοκος της πάλης για πολιτική επικράτηση στάθηκαν τα αιματηρά γεγονότα των Δεκεμβριανών, όπου οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού -με την αμέριστη υποστήριξη των Βρετανών- επικράτησαν μετά 33 ημέρες στη μάχη της Αθήνας και έθεσαν το ΚΚΕ στο περιθώριο. Η διολίσθηση στον Εμφύλιο Πόλεμο φάνταζε πια αναπόδραστη''.
(κείμενο του Ιάκωβου Μιχαηλίδη επίκουρου καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, που δημοσιεύθηκε στην ''Καθημερινή'' της 20ης Μαρτίου)
σφυρηλατήθηκαν στο
αμόνι του πολέμου αλλάζοντας οριστικά τη ζωή και την τύχη τους.
26 Σεπτεμβρίου 1944. Σ' ένα σπιτάκι της χώρας των Κυθήρων ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε διορισθεί Κυβερνητικός Αντιπρόσωπος στην Πελοπόννησο, συναντήθηκε με αξιωματούχους του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, παρουσία Αγγλων στρατιωτικών, των εντοπίων κοινοτικών αρχών και αρκετών δημοσίων υπαλλήλων. Μόλις ολοκληρώθηκε η συνάντηση, οι Βρετανοί τον προειδοποίησαν πως η κατάσταση στην Πελοπόννησο ήταν κρίσιμη, αφού είχε προηγηθεί αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στην Καλαμάτα και τον Μελιγαλά ανάμεσα σε άνδρες του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ όλα έδειχναν ότι μια νέα σύγκρουση βρισκόταν προ των πυλών.
Εχοντας αυτά στο μυαλό του, λίγες ημέρες αργότερα, ο Κανελλόπουλος εξέδωσε από την Καλαμάτα προκήρυξη προς τους Πελοποννησίους, υπογραμμίζοντας πως «η αποκατάσταση της ελευθερίας είναι έργο δυσκολότερο από την αποτίναξη της δουλείας». Στην πορεία του προς την Τρίπολη, ο Πατρινός πολιτικός είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την ακρίβεια των παρεχόμενων πληροφοριών. «Περνώντας από ένα δρόμο της Καλαμάτας, μας περίμενε πλήθος κόσμου, που σταμάτησε τ' αυτοκίνητό μου και ζητούσε -η όλη υπόθεση ήταν σκηνοθετημένη- θάνατο για τους Ταγματασφαλίτες και ψωμί... δύο από τα χωριά ήταν πέρα για πέρα πυρπολημένα από τους Γερμανούς. Τραγικό θέαμα... η ψυχή μου ήταν βαθειά συγκλονισμένη» κατέγραφε στο Ημερολόγιό του.
Οι επόμενες ημέρες υπήρξαν ακόμη δυσκολότερες για τον Κανελλόπουλο. Εξαγριωμένες ομάδες πληθυσμού τον επισκέπτονταν καθημερινά θέτοντας διάφορα αιτήματα: «τρόφιμα, πολεμοφόδια για τον ΕΛΑΣ και άμεση θανάτωση των »προδοτών» των Ταγματασφαλιτών». Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες, ο Κανελλόπουλος βρέθηκε σε απόγνωση: «φυσικά δεν υποχώρησα σε καμμιά από τις απαιτήσεις. Πέρασα τρεις ώρες πολύ δύσκολες και κρίσιμες. Ηρθα με αδειανά τα χέρια κι ο κόσμος πεινάει. Είπα σ' όλους: »Θάταν τάχα τίμιο να πω στην Κυβέρνηση, όταν μούπε να ρθω στην Πελοπόννησο, ότι δεν έρχομαι πριν οι Αγγλοι μου δώσουν μαζί τρόφιμα; Ηρθα, έστω και μ' αδειανά τα χέρια. Είχα χρέος να' ρθω αμέσως, όπως - όπως»».
Βορειότερα, στη Μακεδονία, η κατάσταση παρουσίαζε πολλές ομοιότητες. Λίγο μετά την απελευθέρωσή της, ο Γεώργιος Μόδης τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας. Μόλις ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου του ανακοίνωσε την απόφασή του, ο Μακεδόνας πολιτικός τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια: «Και τι γίνεται τώρα στη Θεσσαλονίκη, κύριε Πρόεδρε;», για να λάβει την αφοπλιστική απάντηση: «Μήπως ξέρομε; Γι' αυτό θα πας εκεί. Κυριαρχούν βέβαια οι Κομμουνισταί. Αλλά θα στρώσουν. Εχουν και μερικά δίκαια παράπονα».
Η άφιξη στη μακεδονική πρωτεύουσα επιβεβαίωσε πολλούς από τους φόβους των κυβερνητικών στελεχών. Ο ίδιος ο Μόδης δεν διέθετε ούτε έναν χωροφύλακα φρουρό, ενώ μοναδικός του ακόλουθος ήταν ένας νεαρός Ελασίτης. Την ίδια στιγμή οι ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης ήταν μεγάλες, ενώ πόλεις, όπως η Φλώρινα, είχαν μείνει χωρίς φως λόγω έλλειψης πετρελαίου. Αλλά και στη Μακεδονία το αιματοκύλισμα συνεχιζόταν. «Εμάθαινα ότι γίνονταν αθρόες σφαγές στις χαράδρες της Ανω Πόλης! Πώς να αντιδρούσα! Οι διαμαρτυρίες μου ήταν χαμένος κόπος. Και αν αυτές οι φρικαλεότητες συντελούνταν μέσα στη Θεσσαλονίκη όπου βρισκόμουν εγώ με την Αγγλοϊνδική Μεραρχία, πόσο άραγε αίμα θα χυνόταν έτσι άδικα και απάνθρωπα στις επαρχίες!... η »λευτεριά» είχεν έρθη φορτωμένη χειροπέδες και »αιμοσταγή» μαχαίρια!», υπογράμμιζε με ανησυχία ο Μόδης.
Σε γενικές γραμμές, τεταμένη κατάσταση επικρατούσε στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας την εποχή της απελευθέρωσης της χώρας από τις δυνάμεις του Αξονα. Δεν ήταν μόνο τα θύματα των πολεμικών επιχειρήσεων, του φοβερού λιμού και της φτώχειας -που μάστιζε ιδίως τους αστικούς πληθυσμούς- ούτε τα αθώα θύματα των γερμανικών αντιποίνων -τα οποία φαίνεται πως ξεπερνούσαν τις 40.000- και οι νεκροί του Ολοκαυτώματος. Ηταν και ο γενικευμένος φόβος που διέτρεχε την ύπαιθρο, οι σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις -που είχαν ενταθεί μετά το φθινόπωρο του 1943 υποδαυλίζοντας τα πολιτικά πάθη και υπονομεύοντας την εθνική συμφιλίωση- οι απαγωγές, οι πολιτικές δολοφονίες αντιφρονούντων, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, οι «οβιδιακές» μεταμορφώσεις ανθρώπων, η αίσθηση πως η σχεδόν τετραετής Κατοχή είχε ουσιαστικά ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας», σαρώνοντας από τη μια σάπιες συμπεριφορές και αμαρτωλές συνειδήσεις και από την άλλη απελευθερώνοντας δυνάμεις που έπαιρναν θέση για το τελικό ξεκαθάρισμα.
Ιδιαίτερα βίαιη στάθηκε η αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία είχαν συμπαραταχθεί τα προηγούμενα χρόνια με τις δυνάμεις Κατοχής, συνιστώντας το πιο στυγνό πρόσωπο του ελληνικού δωσιλογισμού και συγκεντρώνοντας στις τάξεις τους ετερόκλητα στοιχεία.
Τέτοιου είδους σύνθετα προβλήματα κλήθηκαν να διαχειρισθούν οι εκπρόσωποι της νόμιμης κυβέρνησης αμέσως μετά την άφιξή τους στη χώρα, τον Οκτώβριο του 1944. Δεν ήταν εύκολο το έργο της ανασύστασης του κράτους, εν μέσω μάλιστα συγκρούσεων για τη νομή της εξουσίας, αφού η κυριαρχία του ΕΑΜ ήταν δεδομένη σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα πλην της Αθήνας, όπου μόνο η παρουσία των βρετανικών στρατευμάτων παρείχε κάλυψη ασφαλείας στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Χρειάσθηκε να παρέλθει τουλάχιστον ένας χρόνος, έως το φθινόπωρο του 1945, προκειμένου να στελεχωθεί ένας υποτυπώδης διοικητικός μηχανισμός. Είχαν βεβαίως μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά και η Συμφωνία της Βάρκιζας, που επέτειναν ακόμη περισσότερο την ακυβερνησία και την ανασφάλεια. Μακριά από την Αθήνα, στην ύπαιθρο και κυρίως στη βόρεια Ελλάδα η κατάσταση ήταν μάλλον εκτός ελέγχου. Οι αντιπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας αργούσαν να φανούν, ενώ οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν. Είναι ενδεικτικό ότι στις αρχές της άνοιξης του 1945 η ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριος από την πλευρά της Ελλάδας δεν φρουρούνταν ακόμη. Το γεγονός αυτό επέτρεψε την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μακεδονία από τους βόρειους γείτονες, με τη σύμπραξη αυτονομιστικών στοιχείων που ενυπήρχαν στους κόλπους των Ελλήνων Σλαβοφώνων και είχαν αποδεσμευθεί από την καθοδήγηση του ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα ομάδες παρακρατικών είχαν πάρει τον νόμο στα χέρια τους, επιχειρώντας να «λύσουν» πολλές από τις διαφορές που η Κατοχή είχε κληροδοτήσει.
Στα τέλη του 1944 η Ελλάδα είχε επιτέλους απελευθερωθεί από την τριπλή Κατοχή. Ομως η στιγμή της απελευθέρωσής της από τις δουλείες και τις αμαρτίες του παρελθόντος εκκρεμούσε ακόμη. «Ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ' ανοίξω; Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω; Γιοι των ανθρώπων, τι να πω; Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!» (Οδυσσέα Ελύτη, Το Αξιον Εστί, ΙΓ΄, εκδόσεις Ικαρος, 15η έκδοση, Αθήνα 1989, σ. 56).
Από τις αρχές κιόλας του 1944, είχε γίνει ορατό πως η παραμονή των Γερμανών και των συμμάχων τους στην Ελλάδα επρόκειτο να τερματιστεί σύντομα. Οι ήττες τους στα διεθνή μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων ήταν σαρωτικές, προάγγελος της έκβασης του πολέμου. Στον αντίποδα, στο ελληνικό στρατόπεδο πλήθαιναν οι συζητήσεις και οι διεργασίες ενόψει της διαφαινόμενης απελευθέρωσης. Η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση και ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου και της στρατιωτικής ηγεσίας βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη, στην κατεχόμενη Ελλάδα η δράση των αντιστασιακών ομάδων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ είχε οδηγήσει στην ανάδυση και νέων πόλων εξουσίας. Ιδιαίτερα το ΕΑΜ είχε αναδειχθεί στη μεγαλύτερη αντιστασιακή δύναμη και διεκδικούσε μερίδιο εξουσίας την επαύριον της απελευθέρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, στις 10 Μαρτίου 1944, συστάθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, γνωστότερη ως ΠΕΕΑ, με σκοπό τη διοίκηση των περιοχών που ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ αλλά και την ανάδειξη μιας εναλλακτικής πηγής εξουσίας.
Επιδιώκοντας να ρυθμίσουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα, οι Βρετανοί ανέλαβαν πρωτοβουλία να οδηγήσουν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αλλωστε, τα ζητήματα που έπρεπε να διευκρινισθούν ήταν πολλά και αμφιλεγόμενα: η επιστροφή ή μη του βασιλιά Γεωργίου Β΄, η τύχη των Ταγμάτων Ασφαλείας, η δομή της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Στη σκιά των διεργασιών αυτών, δύο γεγονότα, η δολοφονία του ηγέτη της ΕΚΚΑ, συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, από τον ΕΛΑΣ και το κίνημα που εκδηλώθηκε στις τάξεις του Στρατού της Μέσης Ανατολής, απείλησαν προς στιγμήν να τορπιλίσουν τις μεσολαβητικές πρωτοβουλίες.
Τελικά, τον Μάιο του 1944 πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη του Λιβάνου, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι απ' όλες τις πλευρές του ελληνικού πολιτικού κόσμου. Επειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, πιέσεις, αμφιταλαντεύσεις και συμβιβασμούς, στις 20 Μαΐου οι σύνεδροι συμφώνησαν σε ένα κείμενο, το «Εθνικόν Συμβόλαιον», το οποίο, μεταξύ άλλων, προέβλεπε τον σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης -χωρίς όμως να καθορίζει τον αριθμό των υπουργείων που θα δίδονταν στο ΕΑΜ- καθώς και τη συγκρότηση ενιαίου Στρατεύματος.
Σχολιάζοντας τις αποφάσεις που ελήφθησαν στον Λίβανο, ο πρώην αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έγραφε στο ημερολόγιό του: «Η στιγμή που αναγγέλθηκε η συμφωνία ήταν συγκινητική. Δεν ξέρω τι θα βγει από τη σημερινή ημέρα. Πάντως η ημέρα αυτή ήταν ιστορική. Ολα τα κόμματα και όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις των βουνών και των πόλεων της Ελλάδος αποφασίσαμε να σχηματίσουμε την πιο πανελλήνια κυβέρνηση που έχει ποτέ υπάρξει. Για πρώτη φορά μπαίνουν οι Ελληνες κομμουνιστές σε ελληνική κυβέρνηση. Οι ευθύνες που αναλαμβάνουμε είναι τεράστιες. Ο Παπανδρέου διαχειρίστηκε με ευστροφία την αποστολή του. Ολοι μας δείξαμε διάθεση ελληνική. Ας δώσει ο Θεός, η Ιστορία που έρχεται να ανταποκριθεί στη διάθεσή μας και να δικαιώσει την απόφαση που πήραμε».
Υλοποιώντας τα συμφωνηθέντα του Λιβάνου, ο Γεώργιος Παπανδρέου ορκίσθηκε σύντομα πρωθυπουργός, ενώ πολύ αργότερα, μόλις στις 2 Σεπτεμβρίου, εισήλθαν στην κυβέρνηση οι έξι υπουργοί που προέρχονταν από το ΕΑΜ, ένδειξη ασφαλώς της εσωτερικής έντασης που προκλήθηκε στους κόλπους της Αριστεράς.
Στο μεταξύ, οι εξελίξεις έτρεχαν. Στις 31 Αυγούστου ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Βουκουρέστι, ενώ στις 8 Σεπτεμβρίου εισέβαλε στη Βουλγαρία επιβάλλοντας ουσιαστικά τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Παραμονές της απελευθέρωσης της Ελλάδας κορυφώθηκαν επίσης οι συζητήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τον καθορισμό των σφαιρών επιρροής. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές έπαιξαν οι Βρετανοί και οι Σοβιετικοί. Η ηγεσία του Κρεμλίνου ικανοποιήθηκε από την αποδοχή της κυριαρχίας της στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και έστρεψε το ενδιαφέρον της προς την κεντρική Ευρώπη και την Πολωνία. Με τη σειρά της, αποδέχθηκε την κυριαρχία των Βρετανών στη Μεσόγειο και την προνομιακή σχέση τους με την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, γνωστότερη ως «συμφωνία των ποσοστών», οριστικοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1944 και εν πολλοίς καθόρισε τις εξελίξεις στο ελληνικό Ζήτημα. Είχε προηγηθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου η Συμφωνία της Καζέρτας, με την οποία όλες οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Βρετανού Στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι.
«Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες του Πρωτέα, ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄» περιγράφοντας τις τελευταίες αγωνιώδεις ημέρες πριν από την επιστροφή στην πατρίδα.
Το επόμενο χρονικό διάστημα η ελληνική Χερσόνησος εκκενώθηκε σταδιακά από τις δυνάμεις του Αξονα, ενώ βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο προλειαίνοντας ουσιαστικά το έδαφος για την άφιξη της πολιτικής ηγεσίας. Τελικά, στις 18 Οκτωβρίου του 1944 τα μέλη της νόμιμης ελληνικής κυβέρνησης εισήλθαν θριαμβευτικά στην Αθήνα. Την ίδια μέρα η ελληνική σημαία υψώθηκε και πάλι στον Ιερό Βράχο. Οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου στον λόγο της Απελευθερώσεως τις αποτύπωσε με γλαφυρότητα: «Ασπαζόμεθα την ιεράν γην της ελευθέρας πατρίδος! Οι βάρβαροι, αφού εβεβήλωσαν, επυρπόλησαν και εδήωσαν, επί τρία και ήμισυ έτη, πιεζόμενοι πλέον από την γενικήν συμμαχικήν νίκην και την εθνικήν μας αντίστασιν, τρέπονται εις φυγήν. Και η κυανόλευκος κυματίζει μόνη εις την Ακρόπολιν. Από τα βάθη της ιστορίας οι Ελληνικοί αιώνες πανηγυρίζουν την επάνοδον της Ελευθερίας εις την αρχαίαν Πατρίδαν της. Και στεφανώνουν την Γενεάν μας. Διότι ολόκληρος ο λαός μας υπήρξεν αγωνιστής της Ελευθερίας. Δεν ευρίσκεται ασφαλώς εις την κατεχόμενην Ευρώπην άλλο παράδειγμα τόσον καθολικής αντιστάσεως και τόσον ακλονήτου αισιοδοξίας διά την τελικήν Νίκην».
Τρεισήμισι χρόνια μετά την εισβολή των Γερμανών, ο ελεύθερος εθνικός βίος άρχιζε εκ νέου. Ωστόσο, στο καμίνι της Κατοχής παραδοσιακές δυνάμεις είχαν παρακμάσει ή απαξιωθεί, ενώ είχαν αναδειχθεί νέες με κυρίαρχη εκείνη του ΕΑΜ, που είχε πρωταγωνιστήσει στον αντιστασιακό αγώνα. Η de facto, όμως, πρωτοκαθεδρία του ΕΑΜ αμφισβητούνταν από τη διαμόρφωση των σφαιρών επιρροής που είχαν τελεσίδικα επιδικάσει την Ελλάδα στη βρετανική πλευρά. Ηταν εμφανές ότι η παραπάνω δυσαρμονία δεν θα αργούσε να εκδηλωθεί. Απότοκος της πάλης για πολιτική επικράτηση στάθηκαν τα αιματηρά γεγονότα των Δεκεμβριανών, όπου οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού -με την αμέριστη υποστήριξη των Βρετανών- επικράτησαν μετά 33 ημέρες στη μάχη της Αθήνας και έθεσαν το ΚΚΕ στο περιθώριο. Η διολίσθηση στον Εμφύλιο Πόλεμο φάνταζε πια αναπόδραστη''.
(κείμενο του Ιάκωβου Μιχαηλίδη επίκουρου καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, που δημοσιεύθηκε στην ''Καθημερινή'' της 20ης Μαρτίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου