''Οταν στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 η ΠΕΑΝ του Κώστα Περρίκου ανατίναξε τα γραφεία της «Ελληνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης» του Σπύρου Στεροδήμου, είχε καταφέρει να τραυματίσει θανάσιμα όχι μόνο έναν σημαντικό συνεργάτη των Γερμανών αλλά ταυτόχρονα να διαλύσει μια δυναμική δωσιλογική οργάνωση, ακυρώνοντας τα όποια σχέδια για την αποστολή Ελλήνων εθελοντών στο Ανατολικό Μέτωπο στο πλευρό της Βέρμαχτ. Η ΕΣΠΟ του Στεροδήμου δεν ήταν όμως η μοναδική εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση που είχε ξεπηδήσει μέσα από τις συνθήκες της Κατοχής: το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα» του Γεωργίου Μερκούρη στην Αθήνα αλλά και η Εθνική Ενωσις «Η Ελλάς - Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα» του Γεωργίου Πούλου στη Θεσσαλονίκη ήταν μόνο μερικές από τις ναζιστικές παραφυάδες που συνέχιζαν «επάξια» την προπολεμική κληρονομιά όσων στην Ελλάδα είχαν
γοητευτεί από τον Χίτλερ και το κόμμα του και είχαν
προσπαθήσει να σπείρουν τον εθνικοσοσιαλιστικό σπόρο και στην ελληνική γη.
Ασφαλώς μετά την κατάληψη της Ελλάδας οι έως τότε δόκιμοι Ελληνες Εθνικοσοσιαλιστές απέκτησαν μεν ευρύ πεδίο ιδεολογικής δράσης, αλλά το πρώτο, τουλάχιστον, διάστημα της ανατέλλουσας «Νέας Τάξης Πραγμάτων» δεν εκπλήρωσαν τον λόγο της ύπαρξής τους, έχοντας να αντιμετωπίσουν αφενός τη διστακτικότητα των αρχών Κατοχής και αφετέρου τις δικές τους εσωτερικές αδυναμίες, για τις οποίες είχαν άλλωστε λοιδορηθεί δεόντως από τη γερμανική πρεσβεία των Αθηνών την προπολεμική περίοδο. Με εξουδετερωμένη την πρώιμη αντίσταση και τον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό των κατοχικών κυβερνήσεων σε πλήρη λειτουργία και αγαστή συνεργασία, οι γερμανικές αρχές Κατοχής είχαν κάθε λόγο να διατηρούν τις πρώτες αυτές και σε κάθε περίπτωση ακόμη ισχνές ένοπλες εφεδρείες σε κατάσταση επιφανειακής ύπνωσης.
Η πολιτική και στρατιωτική κατάσταση επιδεινώθηκε άρδην από τις αρχές του 1943, όταν το αντάρτικο, έχοντας στην πρωτοπορία του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών τον ΕΛΑΣ, επανεμφανίστηκε δυναμικά στην ύπαιθρο και κατέστη υπολογίσιμη απειλή για τα στρατεύματα Κατοχής. Σε συνδυασμό με τις αρνητικές για τα γερμανικά όπλα εξελίξεις στο θερμό ανατολικό και βορειο-αφρικανικό θέατρο του παγκοσμίου πολέμου, η ενεργοποίηση ενός εσωτερικού μετώπου αντίστασης στο προκεχωρημένο «φρούριο Ελλάδα» αντιμετωπίστηκε ως μια λίαν επικίνδυνη εξέλιξη που έπρεπε να κατασταλεί με κάθε διαθέσιμο μέσο, με αιχμή του δόρατος την έως τότε απόλυτα λειτουργική μεθοδολογία του τρόμου. Από την άλλη, η απαίτηση-πρόταση του Ιωάννη Ράλλη για τη συγκρότηση ευζωνικών ταγμάτων, με σκοπό την «αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης» στην ελληνική ύπαιθρο και την αντιμετώπιση των «αναρχικών στοιχείων» δεν ήταν -όπως αποδείχτηκε- και η μοναδική που είχε κατατεθεί στα γερμανικά γραφεία και περίμενε την άνωθεν έγκριση για να λάβει σάρκα και οστά, αλλά ταυτόχρονα και όπλα από τις αποθήκες της Βέρμαχτ.
Η συγκρότηση ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών δεν μπορεί να υποστηριχτεί πως εξυπηρετούσε λόγους στρατιωτικής αναγκαιότητας, καθώς το στελεχιακό δυναμικό τους ελάχιστα μπορούσε να συνδράμει τη Βέρμαχτ και τα SS κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Απεναντίας, η χρησιμοποίησή τους για πολιτικούς σκοπούς ήταν πιο πρόσφορη και τελικά εκείνη που πράγματι συνοδεύτηκε από τα καλύτερα αποτελέσματα. Στο πλαίσιο της γερμανικής αντικομμουνιστικής εκστρατείας, τα Τάγματα Ασφαλείας καλούνταν να συμβάλλουν στη διεύρυνση του πολιτικού χάσματος και στην ανεπανόρθωτη διαίρεση μεταξύ αφενός του εαμικού χώρου και αφετέρου όσων ανήκαν στις διάφορες εθνικιστικές οργανώσεις ή απλώς τοποθετούνταν ιδεολογικά απέναντι στο ΚΚΕ.
Τελικά, η διαίρεση αυτή δεν ήταν τεχνική αλλά ουσιαστική και επομένως συνέτεινε στην απομάκρυνση του κινδύνου -όπως τον εκλάμβαναν τα γερμανικά επιτελεία- της συγκρότησης ενός πανεθνικού μετώπου που θα αντιστεκόταν με κάθε τρόπο στους κατακτητές. Η διάρρηξη του εσωτερικού μετώπου αντίστασης με την αναγωγή από το σχήμα του φασισμού-αντιφασισμού σε αυτό του κομμουνισμού-αντικομμουνισμού έβρισκε πολλούς υποστηρικτές και στις δύο πλευρές και ήταν αυτό που οδήγησε -μεταξύ των άλλων- στις ενδοελληνικές συγκρούσεις της διετίας 1943-44. Ιδίως το 1944 ήταν απόλυτα σαφές σε όλους τούς αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμενους πως η γερμανική αποχώρηση επέκειτο, με συνέπεια το αίτημα της απελευθέρωσης να συνοδευτεί προοδευτικά από το διακύβευμα της εξουσίας και συνεπακόλουθα από το μείζονος σημασίας πολιτειακό ζήτημα.
Φυσικά η συμμετοχή στο γερμανικό αντικομμουνιστικό μπλοκ δεν ισοδυναμούσε απαραιτήτως με την ιδεολογική σύμπλευση και την αυτόματη τοποθέτηση του ατόμου στο εθνικοσοσιαλιστικό στρατόπεδο. Με άλλα λόγια, οι λόγοι κατάταξης στα Τάγματα Ασφαλείας ασφαλώς και ποίκιλλαν, παρουσιάζοντας μια αυξητική αριθμητική δυναμική όσο πλησίαζε η στιγμή της Απελευθέρωσης. Αυτό το -με μια πρώτη ανάγνωση- παράδοξο φαινόμενο οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην παραγόμενη βία και τις διαφορετικές πηγές εκφοράς της: σε περιοχές όπου η σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας διεξήχθη με ολοκληρωτικούς όρους, πολώνοντας ανεπανόρθωτα το κλίμα, τα αντίποινα της μιας προς την άλλη πλευρά άντλησαν από έναν διευρυμένο κατάλογο προγραφών, με αποτέλεσμα η ουδετερότητα να καθίσταται έγκλημα καθοσιώσεως, ο σεβασμός στους αμάχους πολυτέλεια και τελικά η ένταξη στους μεν ή στους δε επιλογή επιβίωσης.
Με αυτούς τους όρους -αν μπορούν να εκληφθούν ως όροι- διεξήχθη η εμφύλια σύγκρουση της κατοχικής περιόδου, κατά την οποία πρωταγωνίστησαν παλαιοί και νέοι διεκδικητές της εξουσίας, εμπλέκοντας στις μυλόπετρες της Ιστορίας το σύνολο σχεδόν της κοινωνικής βάσης. Απέναντι στις συμπαγείς και ισχυρές δυνάμεις της λαοκρατίας βρέθηκαν περιοχές απόλυτα εχθρικές σε αυτού του είδους τη συνθηματολογία και στον μαχητή του ΕΛΑΣ αντιπαρατάχθηκε ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός ενόπλων υπό τη μορφή ποικιλόμορφων στρατιωτικών σχηματισμών κυβερνητικής στήριξης, παρακρατικών ομάδων και ιδιωτικών στρατών γερμανικής επίνευσης ή τοπικών πολιτοφυλακών''. (κείμενο του Στράτου Ν. Δορδανά, λέκτορα Ιστορίας στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην ''Καθημερινή'' της 31ης Δεκεμβρίου 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου