Την εποχή που το Τρίτο Πρόγραμμα της Κρατικής Ραδιοφωνίας ήταν το αγαπημένο ραδιόφωνο της πόλης, μεταξύ των άλλων «εθιστικών» του εκπομπών, μετέδιδε σε συνέχειες και τη ραδιοφωνική απόδοση από το βιβλίο ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ του Κώστα Ταχτσή σε επιμέλεια και σκηνοθεσία Γιώργου Παυριανού, με τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Σμάρω Στεφανίδου στους δύο ιστορικούς ρόλους της Νίνας και της Εκάβης.
Ο Γιώργος Παυριανός γράφει μερικές σελίδες
από τα ημερολόγια εκείνων των ηχογραφήσεων
στην ''Athens Voice'', 19/8/2008:
''Ο Χατζιδάκις ισορροπεί ένα μεγάλο κομμάτι σοκολατίνας πάνω σε ένα μικρό κουταλάκι του εσπρέσο. Το κρατάει για λίγο στον αέρα και έπειτα το εξαφανίζει μέσα στο στόμα του. «Αριστούργημα» μου λέει. «Δεν θα δοκιμάσεις;»
Είμαστε στο 1978, ο Χατζιδάκις είναι διευθυντής του Τρίτου, καθόμαστε στον Μαγεμένο Αυλό, είμαι 23 χρονών και νιώθω ένα κόμπο στο στομάχι, τα χέρια μου να ιδρώνουν και την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. «Το Τρίτο Στεφάνι από το Τγίτο πρόγραμμα» λέει στοχαστικά. «Δεν είναι άσχημη ιδέα. Και ποιος θα κάνει τη Νίνα και την Εκάβη;» «Η Μελίνα Μερκούρη και η Δέσπω Διαμαντίδου». Ο Μάνος σκοτεινιάζει. «Με τη Μελίνα δεν μιλιόμαστε και με τον Ταχτσή ο Θεός να σε φυλάει. Τέλος πάντων, θα το κάνουμε με έναν όρο: Δεν θα με μπλέξεις στις συνεννοήσεις. Ό,τι κάνεις θα το κάνεις μόνος σου» είπε και ξανάρχισε τα ταχυδακτυλουργικά με τη σοκολατίνα και το κουταλάκι του εσπρέσο…
Οδός Σαρανταπήχου στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Μου ανοίγει ο ίδιος ο Ταχτσής. Φοράει μια ρομπ ντε σαμπρ, είναι αξύριστος, στα βλέφαρά του υπάρχουν σημάδια αποτυχημένης πλαστικής, είναι πολύ φιλικός, σχεδόν γλυκός, καμία σχέση με την τρελή που μου έλεγαν ότι θα συναντήσω. Μόνο η φωνή, στριγκή και πνιγμένη, σα να τον έχει πιάσει κάποιος από το λαιμό, φανερώνει έναν άνθρωπο γεμάτο πάθος και πάθη. «Βρε αγόρι μου, είσαι τόσο νέος, τόσο αθώος, πώς θα τα βγάλεις πέρα με όλα αυτά τα τέρατα; Η Μελίνα νομίζεις ότι θα δεχτεί; Είμαστε τσακωμένοι από τη Νέα Υόρκη και δεν μιλιόμαστε. Άσε που έχει αξάν στη φωνή που δεν ταιριάζει στη Νίνα. Αυτούς τους ρόλους θα έπρεπε να τους είχαν παίξει η Κοτοπούλη και η Παξινού. Τέλος πάντων, εγώ σου δίνω την άδεια και κάνε ό,τι νομίζεις».
Έχει μαγειρέψει ιμάμ, καθόμαστε και τρώμε. Μιλάει με άνεση σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Εκείνη την εποχή είχε ιδρυθεί το ΑΚΟΕ (Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας). Ο Ταχτσής είναι έξαλλος: «Θέλουν να τις μαντρώσουν τις αδελφές. Θέλουν να τις βάλουν σε γκέτο. Όπως στην Αμερική που οι αδελφές έχουν τα δικά τους μπαρ, τα δικά τους εστιατόρια. Πες μου, βρε Γιώργο, είναι ωραίο αυτό;». Συμφώνησα πως όχι, δεν είναι ωραίο και πως οι αδελφές θα πρέπει να είναι ελευθέρας βοσκής. Γελάμε. Με ρωτάει αν έχω ακούσει ότι ντύνεται τραβεστί και βγαίνει στην πιάτσα. «Κάτι έχω ακούσει» απαντάω επιφυλακτικά. «Ε, ναι λοιπόν, εκδίδομαι. Την ημέρα εκδίδομαι σαν συγγραφέας και τη νύχτα εκδίδομαι σαν τραβεστί. Δεν ντύνομαι κραυγαλέα. Ντύνομαι σαν τη θεία τους, τη μάνα τους. Και σε πληροφορώ πως έχω μεγάλη επιτυχία. Μα τι στο διάολο, όλοι οι Έλληνες έχουν Οιδιπόδειο και θέλουν να κοιμηθούν με τη μάνα τους;» Σηκώνεται, πάει στην κρεβατοκάμαρα και έρχεται κρατώντας κάτι μίζερα ταγιεράκια και κάτι ξεφτισμένες περούκες. «Με αυτά βγάζω χίλιες φορές περισσότερα λεφτά από εκείνα που παίρνω από τα ποσοστά των βιβλίων» λέει σαρκαστικά. Έχει πάει αργά, του δίνω το τηλέφωνό μου, του δίνω και του Χατζιδάκι, με πάει ως την έξοδο, έχει πιει, έχει γλυκάνει, τα μάτια του είναι συννεφιασμένα, «θα βγεις τώρα να διασκεδάσεις;» με ρωτάει μ’ αγωνία. «Όχι, πάω σπίτι να κοιμηθώ» του λέω ψέματα. «Αχ, αν ήμουνα στην ηλικία σου, κώλο δεν θα έβαζα κάτω» λέει αναστενάζοντας. Βγαίνω και πηγαίνω στη Διάπλαση των Παίδων, ένα μπαρ της εποχής. Με περιμένει ο Δημήτρης Λέκκας, που θα κάνει τη μουσική επιμέλεια. Του λέω τα ευχάριστα νέα, πίνουμε και γυρίζουμε σπίτι μεθυσμένοι.
«Να, εδώ η χούντα και η CIA είχαν βάλει κοριούς και μικρόφωνα και με παρακολουθούσαν. Τα βρήκαμε όμως και τα ξεριζώσαμε όλα» μου λέει η Μελίνα Μερκούρη και μου δείχνει τις πλαφονιέρες στο ταβάνι. «Όπως θα ξεριζώσουμε και τον καραμανλισμό» συμπληρώνει και κουλουριάζεται στον καναπέ. Μου δείχνει να κάτσω απέναντί της. Ανάβει τσιγάρο και με παρακολουθεί προσηλωμένη. Της λέω ότι έχει χαιρετίσματα από τον Χατζιδάκι (ψέματα), από τον Ταχτσή (ψέματα) και πως και οι δυο συμφωνούν πως είναι η ιδανική Νίνα (ψέματα). «Ο Μάααανος! Τον λατρεεεεύω για τη μουσική του και τον σιχαιαιαιαίνομαι για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Όσο για το «Τρίτο στεφάνι», ο Κώστας έχει γράψει ένα αριστούουουουργημα, ο ρόλος μού πάει πάαααρα πολύ, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να τον παίξω». Μου εξηγεί ότι έχει ξεκινήσει αγώνα να μην πληρώνουμε το τέλος της ΕΡΤ στο λογαριασμό της ΔΕΗ και πως θα ήταν ανάρμοστο, όσο κρατούσε ο αγώνας, να παίζει συγχρόνως σε ένα κρατικό ραδιόφωνο. «Κι εσύ, νέος άνθρωπος, τι κάθεσαι και συνεργάζεσαι με την αντίδραση;» μου λέει αυστηρά. «Έλα μαζί μας και θα το κάνουμε το “Τρίτο στεφάνι” μια υπέροχη ταινία με τον Τζούλι». Προσπαθώ να τη μεταπείσω αλλά το βλέπω, η θεά έχει πάρει την απόφασή της. Θέλω να πεθάνω. Η βασική πρωταγωνίστρια δεν θέλει να παίξει. «Τουλάχιστον έχω τη Δέσπω Διαμαντίδου για την Εκάβη» σκέφτομαι. Σα να μάντεψε τη σκέψη μου, η Μελίνα γυρνάει και μου λέει: «Μιλάγαμε και με τη Δέσπω πριν από λίγο και μου έλεγε πως αν δεν το κάνω εγώ δεν θα το κάνει ούτε κι αυτή. Γι’ αυτό σου λέω, περίμενε λίγο».
Δεν μπορώ να περιμένω ούτε λεπτό. Φιλάω τα χέρια της θεάς και βγαίνω ντουβρουτζιασμένος στην Αναγνωστοπούλου. Παίρνω την Πανεπιστημίου και αρχινάω να κατεβαίνω προς Ομόνοια. Έξω από το Rex βλέπω μια επιγραφή με τεράστια γράμματα: Ρένα Βλαχοπούλου…
«Τι περίεργο, και ο Μιχάλης Κακογιάννης μου είχε μιλήσει για το “Τρίτο στεφάνι”. Ήθελε να το κάνουμε ταινία. Μα τόσο ωραίο βιβλίο είναι;» με ρωτάει η Ρένα Βλαχοπούλου. «Δεν το έχετε διαβάσει;» Η Ρένα γελάει. «Εδώ δεν διαβάζω τους ρόλους μου, αγάπη μου. Θα κάθομαι να διαβάζω βιβλία; Ο Ταχτσής τι κάνει; Είναι πάντα αδελφή προϊσταμένη;» «Πάντα, πάντα. Και θέλει πολύ να παίξετε τη Νίνα (ψέματα), το ίδιο και ο Χατζιδάκις (ψέματα). Περισσότερο απ’ όλους όμως το θέλω εγώ (ψέματα και αλήθεια), γιατί πιστεύω ότι μπορείτε να παίξετε τέλεια ένα δραματικό ρόλο. «Σοβαρά; Άι στο διάολο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Τέλος πάντων, αφού είναι να το διαβάζω και για το χατήρι του Μάνου, θα το κάνω!» Της αφήνω το βιβλίο και φεύγω πανευτυχής που δέχτηκε και προβληματισμένος για το ποια θα κάνει την Εκάβη…
Σκέφτηκα τη Γεωργία Βασιλειάδου. «Μα, βρε Γιώργο, δυο κωμικές να κάνουν αυτούς τους ρόλους. Είναι υπερβολικό, γαμώτο» γκρινιάζει ο Ταχτσής. Εγώ ωστόσο πάω και τη βρίσκω στο σπίτι της στο Μαρούσι. «Είμαι άρρωστη» μου λέει. «Ήμουνα μέσα σε ένα ταξί και κράταγα ένα ρολόι τοίχου. Τρακάραμε με ένα άλλο αμάξι και από τη σύγκρουση το ρολόι τοίχου έγινε ρολόι χειρός». Γελάω και της λέω για το «Τρίτο στεφάνι». «Το έχω διαβάσει» μου απαντάει σκεπτική. «Έχει μέσα πολλές ανωμαλίες και προστυχόλογα, δεν ξέρω αν μπορώ να τα πω». Τελικά την πείθω να κάνουμε ένα δοκιμαστικό. Την ημέρα του δοκιμαστικού έρχεται ντυμένη με χοντρά ρούχα. «Με χτίσανε, αγόρι μου, για να έρθω. Εφτά πουλόβερ μου φορέσανε» λέει και μπαίνει με τη Ρένα μέσα στο στούντιο. Το δοκιμαστικό είναι καταστροφή. Η Βασιλειάδου χάνει τις σειρές, μπερδεύεται, μπαίνει απότομα στα κολλήματα, χάλια, χάλια. Έχει έρθει και ο Ταχτσής και μόλις φεύγει η Βασιλειάδου ξεσπάει, βάζει τις φωνές και μου λέει ξεκάθαρα πως αν παίξει αυτή το ρόλο δεν θα μου δώσει την άδεια. Η Ρένα, κουρέλι: «Μην την ξαναφέρεις, βρε πουλάκι μου, τη βλέπω και ραγίζει η καρδιά μου». Συμφωνώ και γω μαζί τους. Την επομένη με παίρνει και η ίδια και μου λέει πως δεν θα παίξει…
«Θα έπρεπε να έρθετε κατευθείαν σε μένα και όχι να ψάχνετε δεξιά και αριστερά. Εγώ είμαι η ιδανική Εκάβη». Η Σμάρω Στεφανίδου, στο σπίτι της, σκύβει ναζιάρικα και μου ρίχνει παγάκια-καρδούλες μέσα στο ουίσκι μου. Πριν από λίγο καιρό έχει παίξει συγκλονιστικά την Εκάβη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσαρούχη. Πώς δεν την είχα σκεφτεί από την αρχή; Είχα κολλήσει στο δίδυμο Μελίνα-Δέσπω. Την άκουγα να μου μιλάει και τη φανταζόμουν σαν Εκάβη. Θα ήταν καταπληκτική!
Στις ηχογραφήσεις η Ρένα έρχεται πάντα αδιάβαστη. Συνηθισμένη να αυτοσχεδιάζει, όπου μπερδεύεται ή χάνει τη σειρά χώνει ένα «μάλιστα, μάλιστα!» ή ένα «κατάλαβες δηλαδή;», για να το σώσει. Πρέπει να την κόψω και να το ξαναπεί. Για να μην τη διακόψω εγώ που είμαι πιτσιρικάς, βάζω τον τεχνικό: «Να το πάμε άλλη μια φορά, κυρία Ρένα; Κάτι θέλει να διορθώσει ο σκηνοθέτης». Και η Ρένα: «Σκηνοθέτης είναι αυτός ή σκατά;». Στα διαλείμματα των ηχογραφήσεων κεντάει ένα παγώνι. Κάποια στιγμή το σηκώνει ψηλά, το κοιτάει και αποφαίνεται: «Έβαλα πάρα πολλά χρώματα. Πούστης μού βγήκε το παγώνι!».
Η Σμάρω έρχεται πάντα διαβασμένη, στην ώρα της, και παίζει την Εκάβη εκπληκτικά. Σε κάποια σκηνή που θρηνεί για το γιο της, όλοι μέσα στο στούντιο κλαίμε με μαύρο δάκρυ. Είναι συνταρακτική. Έχει βέβαια κι αυτή τα παράπονά της! Η Ρένα στους μονολόγους της δεν την αφήνει να τελειώσει τη φράση της και αρχίζει τα «μμμμ… μάλιστα» ή «τι λες, βρε παιδί μου!», με αποτέλεσμα να μην ακούγονται καθαρά όλα τα λόγια της. «Ρένα, μην καβαλάς τη Σμάρω γιατί δεν ακούγεται» της επισημαίνω. «Εμ, αφού δεν την καβαλάς εσύ, αναγκάζομαι να την καβαλήσω εγώ!» μου ρίχνει το υπονοούμενο. Πάντως μεταξύ τους τα πάνε μια χαρά, να χτυπήσω ξύλο…
Ο Ταχτσής στην αρχή είναι έξαλλος. Κάθε πρωί στις 9.45 μεταδίδεται το «Τρίτο στεφάνι». Μόλις τελειώνει, είναι σίγουρο ότι θα με πάρει τηλέφωνο: «Γιώργο, αυτό το τραγούδι που έβαλε ο Λέκκας δεν ταιριάζει με την εποχή. Τότε τραγουδούσαν το “Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι…”» και αρχίζει να τραγουδάει από το τηλέφωνο. «Και η Ρένα, τι λέει συνέχεια η κυρά Εκάβη; Η κυρα-Εκάβη είναι μια λέξη, όπως λέμε κυρα-Λένη, κυρα-Άννα. Κινδυνεύει το έργο μου, γαμώτο. Δεν το καταλαβαίνεις;».
Σιγά-σιγά το έργο στρώνει. Το «Τρίτο στεφάνι» αποκτά φανατικούς φίλους. Πολλοί μαθητές παίρνουν τρανζίστορ μέσα στις τάξεις για να μη χάσουν επεισόδιο. Ακροατές ζητούν να παίζεται και το απόγευμα για εκείνους που το έχασαν το πρωί. Από ένα σουηδικό πανεπιστήμιο μου ζητάνε αντίγραφα για το μάθημα στην έδρα των Νέων Ελληνικών. Ο Χατζιδάκις είναι ευχαριστημένος από την επιτυχία και νευριασμένος με τον Ταχτσή. «Με πήρε τηλέφωνο και ξέρετε τι μου ζήτησε; Να πω στον Καραμανλή να βάλει δυο αστυνομικούς να τον φυλάνε όταν κάνει πιάτσα, γιατί έρχεται κάποια Αλόμα και τον δέρνει. Μα είναι δυνατόν να πω τέτοιο πράγμα στον Καραμανλή;»
Συναντιόμαστε με τη Μελίνα στη διάσκεψη της ΠΑΠΟΚ (Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης). Με καρφώνει με το βλέμμα που σκοτώνει. Πλησιάζω, τη χαιρετώ. «Δεν είχες υπομονή» μου λέει απογοητευμένη. «Πήγες και έδωσες το ρόλο σ’ αυτή τη χουντιάρα!» Σε μια επιθεώρηση επί χούντας, η Ρένα έπαιζε μία που επέστρεφε από το Παρίσι και τη ρωτούσαν τι είδε. Και αυτή έλεγε: «Είδα εκείνο, είδα το άλλο και πάνω σε μια φοράδα είδα τη Μελίνα Μερκουράδα!». Το είχε μάθει η Μελίνα και όταν κάποια στιγμή συναντήθηκαν την άρπαξε από το μαλλί φωνάζοντας: «Ποιον είπες Μερκουράδα, μωρή χουντιάρα;». Έγινε της τρελής.
Τα επεισόδια τελείωσαν, η Σμάρω με φίλησε και μου είπε να ξανασυνεργαστούμε, η Ρένα μού ζήτησε να διασκευάσω το μυθιστόρημα σε θεατρικό και θα μου έδινε 1.000.000 δραχμές, και ο Ταχτσής με πήγε να με κεράσει σε μια ταβέρνα στο Κουκάκι. Περνώντας από τη Βεΐκου, θυμήθηκε μια ιστορία που είχε συμβεί στον ίδιο: Έρχονται προς το μέρος του δυο φαντάροι, σε διαφορετική απόσταση ο καθένας. Όταν τον πλησιάζει ο πρώτος, τον ρωτάει: «Μήπως έχεις ώρα;». «Μόλις γάμησα» απαντάει ο φαντάρος και απομακρύνεται. Ο Ταχτσής απογοητευμένος ετοιμάζεται να φύγει, οπότε ο δεύτερος φαντάρος που έχει ακούσει τη συνομιλία, έρχεται κοντά του, σκύβει και του λέει: «Φίλε, λέμε κι εμείς την ώρα».
Ο Γιώργος Παυριανός γράφει μερικές σελίδες
από τα ημερολόγια εκείνων των ηχογραφήσεων
στην ''Athens Voice'', 19/8/2008:
''Ο Χατζιδάκις ισορροπεί ένα μεγάλο κομμάτι σοκολατίνας πάνω σε ένα μικρό κουταλάκι του εσπρέσο. Το κρατάει για λίγο στον αέρα και έπειτα το εξαφανίζει μέσα στο στόμα του. «Αριστούργημα» μου λέει. «Δεν θα δοκιμάσεις;»
Είμαστε στο 1978, ο Χατζιδάκις είναι διευθυντής του Τρίτου, καθόμαστε στον Μαγεμένο Αυλό, είμαι 23 χρονών και νιώθω ένα κόμπο στο στομάχι, τα χέρια μου να ιδρώνουν και την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. «Το Τρίτο Στεφάνι από το Τγίτο πρόγραμμα» λέει στοχαστικά. «Δεν είναι άσχημη ιδέα. Και ποιος θα κάνει τη Νίνα και την Εκάβη;» «Η Μελίνα Μερκούρη και η Δέσπω Διαμαντίδου». Ο Μάνος σκοτεινιάζει. «Με τη Μελίνα δεν μιλιόμαστε και με τον Ταχτσή ο Θεός να σε φυλάει. Τέλος πάντων, θα το κάνουμε με έναν όρο: Δεν θα με μπλέξεις στις συνεννοήσεις. Ό,τι κάνεις θα το κάνεις μόνος σου» είπε και ξανάρχισε τα ταχυδακτυλουργικά με τη σοκολατίνα και το κουταλάκι του εσπρέσο…
Οδός Σαρανταπήχου στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Μου ανοίγει ο ίδιος ο Ταχτσής. Φοράει μια ρομπ ντε σαμπρ, είναι αξύριστος, στα βλέφαρά του υπάρχουν σημάδια αποτυχημένης πλαστικής, είναι πολύ φιλικός, σχεδόν γλυκός, καμία σχέση με την τρελή που μου έλεγαν ότι θα συναντήσω. Μόνο η φωνή, στριγκή και πνιγμένη, σα να τον έχει πιάσει κάποιος από το λαιμό, φανερώνει έναν άνθρωπο γεμάτο πάθος και πάθη. «Βρε αγόρι μου, είσαι τόσο νέος, τόσο αθώος, πώς θα τα βγάλεις πέρα με όλα αυτά τα τέρατα; Η Μελίνα νομίζεις ότι θα δεχτεί; Είμαστε τσακωμένοι από τη Νέα Υόρκη και δεν μιλιόμαστε. Άσε που έχει αξάν στη φωνή που δεν ταιριάζει στη Νίνα. Αυτούς τους ρόλους θα έπρεπε να τους είχαν παίξει η Κοτοπούλη και η Παξινού. Τέλος πάντων, εγώ σου δίνω την άδεια και κάνε ό,τι νομίζεις».
Έχει μαγειρέψει ιμάμ, καθόμαστε και τρώμε. Μιλάει με άνεση σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Εκείνη την εποχή είχε ιδρυθεί το ΑΚΟΕ (Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας). Ο Ταχτσής είναι έξαλλος: «Θέλουν να τις μαντρώσουν τις αδελφές. Θέλουν να τις βάλουν σε γκέτο. Όπως στην Αμερική που οι αδελφές έχουν τα δικά τους μπαρ, τα δικά τους εστιατόρια. Πες μου, βρε Γιώργο, είναι ωραίο αυτό;». Συμφώνησα πως όχι, δεν είναι ωραίο και πως οι αδελφές θα πρέπει να είναι ελευθέρας βοσκής. Γελάμε. Με ρωτάει αν έχω ακούσει ότι ντύνεται τραβεστί και βγαίνει στην πιάτσα. «Κάτι έχω ακούσει» απαντάω επιφυλακτικά. «Ε, ναι λοιπόν, εκδίδομαι. Την ημέρα εκδίδομαι σαν συγγραφέας και τη νύχτα εκδίδομαι σαν τραβεστί. Δεν ντύνομαι κραυγαλέα. Ντύνομαι σαν τη θεία τους, τη μάνα τους. Και σε πληροφορώ πως έχω μεγάλη επιτυχία. Μα τι στο διάολο, όλοι οι Έλληνες έχουν Οιδιπόδειο και θέλουν να κοιμηθούν με τη μάνα τους;» Σηκώνεται, πάει στην κρεβατοκάμαρα και έρχεται κρατώντας κάτι μίζερα ταγιεράκια και κάτι ξεφτισμένες περούκες. «Με αυτά βγάζω χίλιες φορές περισσότερα λεφτά από εκείνα που παίρνω από τα ποσοστά των βιβλίων» λέει σαρκαστικά. Έχει πάει αργά, του δίνω το τηλέφωνό μου, του δίνω και του Χατζιδάκι, με πάει ως την έξοδο, έχει πιει, έχει γλυκάνει, τα μάτια του είναι συννεφιασμένα, «θα βγεις τώρα να διασκεδάσεις;» με ρωτάει μ’ αγωνία. «Όχι, πάω σπίτι να κοιμηθώ» του λέω ψέματα. «Αχ, αν ήμουνα στην ηλικία σου, κώλο δεν θα έβαζα κάτω» λέει αναστενάζοντας. Βγαίνω και πηγαίνω στη Διάπλαση των Παίδων, ένα μπαρ της εποχής. Με περιμένει ο Δημήτρης Λέκκας, που θα κάνει τη μουσική επιμέλεια. Του λέω τα ευχάριστα νέα, πίνουμε και γυρίζουμε σπίτι μεθυσμένοι.
«Να, εδώ η χούντα και η CIA είχαν βάλει κοριούς και μικρόφωνα και με παρακολουθούσαν. Τα βρήκαμε όμως και τα ξεριζώσαμε όλα» μου λέει η Μελίνα Μερκούρη και μου δείχνει τις πλαφονιέρες στο ταβάνι. «Όπως θα ξεριζώσουμε και τον καραμανλισμό» συμπληρώνει και κουλουριάζεται στον καναπέ. Μου δείχνει να κάτσω απέναντί της. Ανάβει τσιγάρο και με παρακολουθεί προσηλωμένη. Της λέω ότι έχει χαιρετίσματα από τον Χατζιδάκι (ψέματα), από τον Ταχτσή (ψέματα) και πως και οι δυο συμφωνούν πως είναι η ιδανική Νίνα (ψέματα). «Ο Μάααανος! Τον λατρεεεεύω για τη μουσική του και τον σιχαιαιαιαίνομαι για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Όσο για το «Τρίτο στεφάνι», ο Κώστας έχει γράψει ένα αριστούουουουργημα, ο ρόλος μού πάει πάαααρα πολύ, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να τον παίξω». Μου εξηγεί ότι έχει ξεκινήσει αγώνα να μην πληρώνουμε το τέλος της ΕΡΤ στο λογαριασμό της ΔΕΗ και πως θα ήταν ανάρμοστο, όσο κρατούσε ο αγώνας, να παίζει συγχρόνως σε ένα κρατικό ραδιόφωνο. «Κι εσύ, νέος άνθρωπος, τι κάθεσαι και συνεργάζεσαι με την αντίδραση;» μου λέει αυστηρά. «Έλα μαζί μας και θα το κάνουμε το “Τρίτο στεφάνι” μια υπέροχη ταινία με τον Τζούλι». Προσπαθώ να τη μεταπείσω αλλά το βλέπω, η θεά έχει πάρει την απόφασή της. Θέλω να πεθάνω. Η βασική πρωταγωνίστρια δεν θέλει να παίξει. «Τουλάχιστον έχω τη Δέσπω Διαμαντίδου για την Εκάβη» σκέφτομαι. Σα να μάντεψε τη σκέψη μου, η Μελίνα γυρνάει και μου λέει: «Μιλάγαμε και με τη Δέσπω πριν από λίγο και μου έλεγε πως αν δεν το κάνω εγώ δεν θα το κάνει ούτε κι αυτή. Γι’ αυτό σου λέω, περίμενε λίγο».
Δεν μπορώ να περιμένω ούτε λεπτό. Φιλάω τα χέρια της θεάς και βγαίνω ντουβρουτζιασμένος στην Αναγνωστοπούλου. Παίρνω την Πανεπιστημίου και αρχινάω να κατεβαίνω προς Ομόνοια. Έξω από το Rex βλέπω μια επιγραφή με τεράστια γράμματα: Ρένα Βλαχοπούλου…
«Τι περίεργο, και ο Μιχάλης Κακογιάννης μου είχε μιλήσει για το “Τρίτο στεφάνι”. Ήθελε να το κάνουμε ταινία. Μα τόσο ωραίο βιβλίο είναι;» με ρωτάει η Ρένα Βλαχοπούλου. «Δεν το έχετε διαβάσει;» Η Ρένα γελάει. «Εδώ δεν διαβάζω τους ρόλους μου, αγάπη μου. Θα κάθομαι να διαβάζω βιβλία; Ο Ταχτσής τι κάνει; Είναι πάντα αδελφή προϊσταμένη;» «Πάντα, πάντα. Και θέλει πολύ να παίξετε τη Νίνα (ψέματα), το ίδιο και ο Χατζιδάκις (ψέματα). Περισσότερο απ’ όλους όμως το θέλω εγώ (ψέματα και αλήθεια), γιατί πιστεύω ότι μπορείτε να παίξετε τέλεια ένα δραματικό ρόλο. «Σοβαρά; Άι στο διάολο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Τέλος πάντων, αφού είναι να το διαβάζω και για το χατήρι του Μάνου, θα το κάνω!» Της αφήνω το βιβλίο και φεύγω πανευτυχής που δέχτηκε και προβληματισμένος για το ποια θα κάνει την Εκάβη…
Σκέφτηκα τη Γεωργία Βασιλειάδου. «Μα, βρε Γιώργο, δυο κωμικές να κάνουν αυτούς τους ρόλους. Είναι υπερβολικό, γαμώτο» γκρινιάζει ο Ταχτσής. Εγώ ωστόσο πάω και τη βρίσκω στο σπίτι της στο Μαρούσι. «Είμαι άρρωστη» μου λέει. «Ήμουνα μέσα σε ένα ταξί και κράταγα ένα ρολόι τοίχου. Τρακάραμε με ένα άλλο αμάξι και από τη σύγκρουση το ρολόι τοίχου έγινε ρολόι χειρός». Γελάω και της λέω για το «Τρίτο στεφάνι». «Το έχω διαβάσει» μου απαντάει σκεπτική. «Έχει μέσα πολλές ανωμαλίες και προστυχόλογα, δεν ξέρω αν μπορώ να τα πω». Τελικά την πείθω να κάνουμε ένα δοκιμαστικό. Την ημέρα του δοκιμαστικού έρχεται ντυμένη με χοντρά ρούχα. «Με χτίσανε, αγόρι μου, για να έρθω. Εφτά πουλόβερ μου φορέσανε» λέει και μπαίνει με τη Ρένα μέσα στο στούντιο. Το δοκιμαστικό είναι καταστροφή. Η Βασιλειάδου χάνει τις σειρές, μπερδεύεται, μπαίνει απότομα στα κολλήματα, χάλια, χάλια. Έχει έρθει και ο Ταχτσής και μόλις φεύγει η Βασιλειάδου ξεσπάει, βάζει τις φωνές και μου λέει ξεκάθαρα πως αν παίξει αυτή το ρόλο δεν θα μου δώσει την άδεια. Η Ρένα, κουρέλι: «Μην την ξαναφέρεις, βρε πουλάκι μου, τη βλέπω και ραγίζει η καρδιά μου». Συμφωνώ και γω μαζί τους. Την επομένη με παίρνει και η ίδια και μου λέει πως δεν θα παίξει…
«Θα έπρεπε να έρθετε κατευθείαν σε μένα και όχι να ψάχνετε δεξιά και αριστερά. Εγώ είμαι η ιδανική Εκάβη». Η Σμάρω Στεφανίδου, στο σπίτι της, σκύβει ναζιάρικα και μου ρίχνει παγάκια-καρδούλες μέσα στο ουίσκι μου. Πριν από λίγο καιρό έχει παίξει συγκλονιστικά την Εκάβη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσαρούχη. Πώς δεν την είχα σκεφτεί από την αρχή; Είχα κολλήσει στο δίδυμο Μελίνα-Δέσπω. Την άκουγα να μου μιλάει και τη φανταζόμουν σαν Εκάβη. Θα ήταν καταπληκτική!
Στις ηχογραφήσεις η Ρένα έρχεται πάντα αδιάβαστη. Συνηθισμένη να αυτοσχεδιάζει, όπου μπερδεύεται ή χάνει τη σειρά χώνει ένα «μάλιστα, μάλιστα!» ή ένα «κατάλαβες δηλαδή;», για να το σώσει. Πρέπει να την κόψω και να το ξαναπεί. Για να μην τη διακόψω εγώ που είμαι πιτσιρικάς, βάζω τον τεχνικό: «Να το πάμε άλλη μια φορά, κυρία Ρένα; Κάτι θέλει να διορθώσει ο σκηνοθέτης». Και η Ρένα: «Σκηνοθέτης είναι αυτός ή σκατά;». Στα διαλείμματα των ηχογραφήσεων κεντάει ένα παγώνι. Κάποια στιγμή το σηκώνει ψηλά, το κοιτάει και αποφαίνεται: «Έβαλα πάρα πολλά χρώματα. Πούστης μού βγήκε το παγώνι!».
Η Σμάρω έρχεται πάντα διαβασμένη, στην ώρα της, και παίζει την Εκάβη εκπληκτικά. Σε κάποια σκηνή που θρηνεί για το γιο της, όλοι μέσα στο στούντιο κλαίμε με μαύρο δάκρυ. Είναι συνταρακτική. Έχει βέβαια κι αυτή τα παράπονά της! Η Ρένα στους μονολόγους της δεν την αφήνει να τελειώσει τη φράση της και αρχίζει τα «μμμμ… μάλιστα» ή «τι λες, βρε παιδί μου!», με αποτέλεσμα να μην ακούγονται καθαρά όλα τα λόγια της. «Ρένα, μην καβαλάς τη Σμάρω γιατί δεν ακούγεται» της επισημαίνω. «Εμ, αφού δεν την καβαλάς εσύ, αναγκάζομαι να την καβαλήσω εγώ!» μου ρίχνει το υπονοούμενο. Πάντως μεταξύ τους τα πάνε μια χαρά, να χτυπήσω ξύλο…
Ο Ταχτσής στην αρχή είναι έξαλλος. Κάθε πρωί στις 9.45 μεταδίδεται το «Τρίτο στεφάνι». Μόλις τελειώνει, είναι σίγουρο ότι θα με πάρει τηλέφωνο: «Γιώργο, αυτό το τραγούδι που έβαλε ο Λέκκας δεν ταιριάζει με την εποχή. Τότε τραγουδούσαν το “Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι…”» και αρχίζει να τραγουδάει από το τηλέφωνο. «Και η Ρένα, τι λέει συνέχεια η κυρά Εκάβη; Η κυρα-Εκάβη είναι μια λέξη, όπως λέμε κυρα-Λένη, κυρα-Άννα. Κινδυνεύει το έργο μου, γαμώτο. Δεν το καταλαβαίνεις;».
Σιγά-σιγά το έργο στρώνει. Το «Τρίτο στεφάνι» αποκτά φανατικούς φίλους. Πολλοί μαθητές παίρνουν τρανζίστορ μέσα στις τάξεις για να μη χάσουν επεισόδιο. Ακροατές ζητούν να παίζεται και το απόγευμα για εκείνους που το έχασαν το πρωί. Από ένα σουηδικό πανεπιστήμιο μου ζητάνε αντίγραφα για το μάθημα στην έδρα των Νέων Ελληνικών. Ο Χατζιδάκις είναι ευχαριστημένος από την επιτυχία και νευριασμένος με τον Ταχτσή. «Με πήρε τηλέφωνο και ξέρετε τι μου ζήτησε; Να πω στον Καραμανλή να βάλει δυο αστυνομικούς να τον φυλάνε όταν κάνει πιάτσα, γιατί έρχεται κάποια Αλόμα και τον δέρνει. Μα είναι δυνατόν να πω τέτοιο πράγμα στον Καραμανλή;»
Συναντιόμαστε με τη Μελίνα στη διάσκεψη της ΠΑΠΟΚ (Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης). Με καρφώνει με το βλέμμα που σκοτώνει. Πλησιάζω, τη χαιρετώ. «Δεν είχες υπομονή» μου λέει απογοητευμένη. «Πήγες και έδωσες το ρόλο σ’ αυτή τη χουντιάρα!» Σε μια επιθεώρηση επί χούντας, η Ρένα έπαιζε μία που επέστρεφε από το Παρίσι και τη ρωτούσαν τι είδε. Και αυτή έλεγε: «Είδα εκείνο, είδα το άλλο και πάνω σε μια φοράδα είδα τη Μελίνα Μερκουράδα!». Το είχε μάθει η Μελίνα και όταν κάποια στιγμή συναντήθηκαν την άρπαξε από το μαλλί φωνάζοντας: «Ποιον είπες Μερκουράδα, μωρή χουντιάρα;». Έγινε της τρελής.
Τα επεισόδια τελείωσαν, η Σμάρω με φίλησε και μου είπε να ξανασυνεργαστούμε, η Ρένα μού ζήτησε να διασκευάσω το μυθιστόρημα σε θεατρικό και θα μου έδινε 1.000.000 δραχμές, και ο Ταχτσής με πήγε να με κεράσει σε μια ταβέρνα στο Κουκάκι. Περνώντας από τη Βεΐκου, θυμήθηκε μια ιστορία που είχε συμβεί στον ίδιο: Έρχονται προς το μέρος του δυο φαντάροι, σε διαφορετική απόσταση ο καθένας. Όταν τον πλησιάζει ο πρώτος, τον ρωτάει: «Μήπως έχεις ώρα;». «Μόλις γάμησα» απαντάει ο φαντάρος και απομακρύνεται. Ο Ταχτσής απογοητευμένος ετοιμάζεται να φύγει, οπότε ο δεύτερος φαντάρος που έχει ακούσει τη συνομιλία, έρχεται κοντά του, σκύβει και του λέει: «Φίλε, λέμε κι εμείς την ώρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου