Εφυγε τις πρώτες πρωινές ώρες από τη ζωή, σε ηλικία 89 ετών, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο οποίος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», τις τελευταίες δέκα ημέρες.
Πρωτοπόρος του μεταπολεμικού ελληνικού σινεμά και στη συνέχεια σκηνοθέτης διεθνών επιτυχιών, ο πατέρας της «Στέλλας» και του «Ζορμπά», αρνήθηκε το Χόλυγουντ
για τον κινηματογράφο και το θέατρο της ποιότητας. Ένα πλούσιο καλλιτεχνικό έργο και ένα κοινωφελές ίδρυμα για τη μελέτη και διάδοση των δύο τεχνών είναι η παρακαταθήκη, που ο Μιχάλης Κακογιάννης υπηρέτησε με λατρεία και πάθος.
Γεννημένος στη Λεμεσό της Κύπρου τον Ιούλιο του 1922,
έζησε στις πρωτεύουσες του κόσμου «ως πλάνητας με προίκα και εφόδιο την ελληνικότητα, που έφερα μέσα μου, αρετή όντως», όπως περιγράφει ο ίδιος στη βιογραφία του με τίτλο «Σε πρώτο πλάνο», που έγραψε ο δημοσιογράφος Χρήστος Σιάφκος.
Σπούδασε Νομική στην Αγγλία και πήρε το δίπλωμά του. Εκεί, όμως, έβαλε τις ρίζες για τη μετέπειτα καριέρα του. Τα πρώτα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, ο νεαρός Κακογιάννης εργαζόταν στο BBC εμψυχώνοντας με τις εκπομπές του τους υπόδουλους Έλληνες, ενώ διδασκόταν σκηνοθεσία θεάτρου στο Ολντ Βικ. Παράλληλα, άρχισε να δουλεύει επαγγελματικά ως ηθοποιός με κορύφωση την εμφάνισή του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Καλιγούλα», ρόλο για τον οποίο τον επέλεξε ο ίδιος ο Αλμπέρ Καμί και τον σκηνοθέτησε ο Αλέξης Σολομός, που επίσης τότε ζούσε στο Λονδίνο. Ήταν οι συμπτώσεις εκείνη την εποχή, που καθόρισαν τη ζωή του. Το γεγονός ότι γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν, που φιλοξένησε στο Λονδίνο κι ακόμα ότι ο Νάνος Βαλαωρίτης του υπέβαλε την ιδέα να γράψει το πρώτο του σενάριο με βάση την «Ερόικα» του Κοσμά Πολίτη, που έγινε ταινία πολύ αργότερα. Η γνωριμία του με τον Χορν και η σχέση τους, που συνεχίστηκε και στην Αθήνα, τον έφερε κοντά και στην Έλλη Λαμπέτη. Έτσι «γεννήθηκε» το «Κυριακάτικο ξύπνημα».
Η προβολή της ταινίας στις Κάννες και η επιλογή να ανοίξει αυτή το φεστιβάλ του Εδιμβούργου έβαζαν παράλληλα τις βάσεις για τη διεθνή καριέρα. Ακολούθησε η «Στέλλα» με τη Μελίνα, ταινία - μύθος στην οποία, όμως, οι κριτικές τότε δεν χαρίστηκαν (ειδικά από την Αριστερά), όπως δεν χαρίστηκαν στο «Κορίτσι με τα μαύρα» με τη Λαμπέτη, για την οποία όμως στο Λονδίνο το κοινό έκανε ουρές.
Αργότερα ήρθε η «Ηλέκτρα» με την Ειρήνη Παπά, ταινία που χρηματοδοτήθηκε από τη United Artists και ο «Ζορμπάς» με τον οποίο εδραίωσε απόλυτα την καριέρα του.
Μετά τον «Ζορμπά», αν όχι όλες, οι περισσότερες πόρτες ήταν πια ανοιχτές για τον σκηνοθέτη που άρχισε να εργάζεται και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, στη Αμερική και την Ευρώπη, ανεβάζοντας κλασικό ρεπερτόριο, όπερα, αλλά συχνά και τραγωδίες, ειδικά στη Νέα Υόρκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρουσίασε για πρώτη φορά τις «Τρωάδες» στο Φεστιβάλ των Δύο Κόσμων στο Σπολέτο της Ιταλίας για να τις επαναλάβει στη Νέα Υόρκη, αλλά και στο Παρίσι, πριν τις μεταφέρει κινηματογραφικά με την Κάθριν Χέπμπορν στο ρόλο της Εκάβης.
Η εργασία του Κακογιάννη είναι άρρηκτα δεμένη με τη ζωή του ή μάλλον η ζωή του ήταν η ίδια η δουλειά του. Επιλεκτικός ως προς την τελευταία, ήταν ικανός να συγκρούεται (κάτι που έκανε συχνά) με κρατικούς φορείς, προκειμένου να την προστατεύσει, αλλά και με φίλους του, όπως η Μαρία Κάλλας, όταν ένιωσε πως επενέβαινε στη διδαχή ενός ρόλου προς μία πρωταγωνίστριά του. Και την ίδια στιγμή που υπέγραφε τους «Μποέμ» στη «Τζούλιαρντ» της Νέας Υόρκης, έκανε με την ίδια ευχαρίστηση την «Όμορφη πόλη» στο αθηναϊκό «Παρκ».
Κορυφαία στιγμή της καριέρας του υπήρξε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Αττίλας 1974». Όπως αφηγείτο ο ίδιος, μόλις είχε σκηνοθετήσει «Οιδίποδα Τύραννο» για το Εθνικό Θέατρο της Ιρλανδίας, όταν έμαθε για την εισβολή. Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ο Κακογιάννης δεν είχε έρθει στην Ελλάδα. Άλλωστε, ήταν από τους πρώτους που την 21η Απριλίου του 1967 έκανε δηλώσεις στα γαλλικά ραδιόφωνα, αλλά και από εκείνους που συνεργάστηκαν ειδικά με τη Μελίνα στον αντιχουντικό αγώνα.
«Έζησα καλή ζωή, ασχέτως αν ποτέ δεν έκανα οικογένεια. Αγάπησα πλάσματα, που με μεγαλύτερη παραφορά αγάπησαν εμένα, έσπασα συχνά τις ερωτικές συμβάσεις, που η τρέχουσα ηθική επέβαλλε. Αγάπησα πολύ περισσότερο, ωστόσο, τη δουλειά μου», έλεγε.
Έργο του Μιχάλη Κακογιάννη είναι και ο νυχτερινός φωτισμός των μνημείων της Ακρόπολης, τον οποίο εκείνος πρώτος οραματίσθηκε. Εκείνος δημιούργησε και τον σύλλογο «Οι φίλοι της Αθήνας».
Για την προσφορά του και το έργο του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό.
Βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά του στο έθνος, από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το συνολικό έργο του και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Τεχνών στο Columbia College, και επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
«Ο Μιχάλης Κακογιάννης είναι ο πρώτος, ανάμεσα στους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού συναδέλφους σκηνοθέτες, που μπόρεσε να βγάλει την Ελλάδα έξω από τα σύνορά της. Και το έκανε μεταφέροντας στον κινηματογράφο τον Ευριπίδη και τον Καζαντζάκη, κάνοντάς τους αγαθό του διεθνούς κοινού, προβάλλοντας την ιδέα του ελληνισμού, όταν στην κοιτίδα του επί της ουσίας δεν υπήρχε καν σοβαρή κινηματογραφία» .
Με αυτά τα λόγια ο δημοσιογράφος, Χρήστος Σιάφκος, που υπογράφει τη βιογραφία του Μιχάλη Κακογιάννη «Σε πρώτο πλάνο» (εκδ. Ψυχογιός) καλωσορίζει το 2009 τον αναγνώστη στην «υπέροχη» περιπέτεια ζωής του διεθνούς σκηνοθέτη.
Επαγγελματικά ο Μιχάλης Κακογιάννης εμφανίστηκε πρώτη φορά στο θέατρο, ως Ηρώδης στη Σαλώμη του Όσκαρ Ουαΐλντ, το 1947. Ο ίδιος περιγράφει μοναδικά την σκηνή:
«Όλα διαδραματίστηκαν, όπως μπορείτε να τα φανταστείτε, ακόμα και ο Χορός των επτά πέπλων. Μου γδύθηκε σχεδόν τελείως η Σαλώμη, ή τουλάχιστον όσο επιτρεπόταν τότε. Έμεινε με ένα κιλοτάκι και δε θυμάμαι αν φορούσε καν σουτιέν. Λεγόταν Μπερνίς Ρούμπενς και έγινε στη συνέχεια διάσημη συγγραφεύς» .
«Στη ζωή δεν είμαι καταπιεστικός, στη δουλειά όμως γίνομαι. Στον κινηματογράφο πρέπει να είσαι δικτάτορας. Διοικείς πλήθος ανθρώπων, γίνεσαι Θεός κατά κάποιο τρόπο, αφού πλάθεις ζωή. Κι αυτή η ζωή αποκτά την οντότητα της πραγματικής. Επίσης, γίνεσαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν έχεις καιρό για κολακείες ή ψέμματα. Το πλάνο εργασίας πρέπει να ολοκληρώνεται στον τακτό χρόνο. Αν κατακρίνω για κάτι σήμερα τους νέους σκηνοθέτες, είναι γιατί δεν υπακούουν στους νόμους του κινηματογράφου και ξαφνικά μένουν χωρίς λεφτά. Εγώ γύριζα τις ταινίες σε επτά με οκτώ εβδομάδες. Δεν έβγαινα ποτέ από τον προϋπολογισμό. Αλλά βέβαια πρέπει να ξέρεις τι θέλεις, όταν αρχίζεις να δουλεύεις. Κι όσο για τις αποφάσεις, πρέπει να ξέρεις να τις παίρνεις στο δευτερόλεπτο» .
«Στον αγνώμονα άνθρωπο δεν απαντώ καθόλου. Όσο για την κακεντρέχεια δε με νευριάζει, σίγουρα όμως με πληγώνει. Και αν το να είσαι καλός σημαίνει ότι είσαι δίκαιος και λειτουργείς σωστά, ναι, νομίζω πως είμαι καλός άνθρωπος» .
«Ο ‘Αττίλας 74’ δεν είναι μία ταινία που σκηνοθέτησα εγώ. Τη σκηνοθέτησε η Ιστορία κι εγώ απλώς κατέγραψα τα γεγονότα. 'Οσο καλύτερα μπορούσα και λειτουργώντας ως καθρέφτης τους. Μόλις έμαθα για την εισβολή, ότι οι Τούρκοι μάς είχαν μαχαιρώσει στην πλάτη, σκέφτηκα πως κανονικά θα έπρεπε να πάω και να καταταγώ στην Κυπριακή Εθνοφρουρά. Δεν ήμουν, όμως, ικανός να χρησιμοποιήσω άλλο όπλο εκτός της κινηματογραφικής μηχανής. Και μ΄αυτή πολέμησα
τελικά» .
Καταπληκτικό αφιέρωμα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή