Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 15 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ: ''Ο ΑΝΔΡΕΑΣ, Η ΧΟΥΝΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ''

Του Σπύρου Δραινά, από το σημερινό φύλλο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ
  Ενας ανάµεσα στους περίπου 8.000 πολίτες που συνελήφθησαν όταν, µε την ισχύ των όπλων, η χούντα του Παπαδόπουλου κατέλαβε την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου φυλακίσθηκε για λίγο στο Γουδή και στο Πικέρµι, αλλά πέρασε το µεγαλύτερο µέρος των οκτώ επόµενων µηνών στην αποµόνωση, στις Φυλακές Αβέρωφ. Στο κελί του µε θέα την πολυσύχναστη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, περίµενε να του απαγγελθούν κατηγορίες και να δικαστεί για την υποτιθέµενη εµπλοκή του στον ΑΣΠΙ∆Α, µια µυστική οργάνωση κεντρώων κατώτερων αξιωµατικών του στρατού που συνελήφθησαν στα µέσα του 1965 µε ψεύτικες κατηγορίες ότι συνωµοτούσαν για να ανατρέψουν τη µοναρχία, για να αποσυρθεί η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και για να επιβληθεί στην Ελλάδα µια δικτατορία µε ηγέτη τον Ανδρέα. Μολονότι ήταν πολιτικά ακινητοποιηµένος, ο Ανδρέας παρέµενε ένας παράγοντας στις πολιτικές εξελίξεις. 
Μόλις οι αξιωµατούχοι των ΗΠΑ βεβαιώθηκαν ότι το πραξικόπηµα ήταν φιλοαµερικανικό, άρχισε στην Ουάσιγκτον µια συζήτηση για το ποια στάση θα έπρεπε να πάρουν δηµόσια οι ΗΠΑ. Ο Ουόλτ Ρόστοου, σύµβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζόνσον, συνέστησε αρχικά να εκφράσουν «τη λύπη τους – έστω και χαµηλόφωνα» για την αναστολή των δηµοκρατικών διαδικασιών.
Οµως ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ έφερε αντίρρηση υποστηρίζοντας ότι η Ουάσιγκτον έπρεπε να παραµείνει σιωπηλή.
Την εποµένη, ο Ρόστοου υιοθέτησε τη θέση του Ρασκ και εξήγησε το σκεπτικό στον αµερικανό πρόεδρο σ’ ένα ενηµερωτικό µνηµόνιο: «Οι νέοι ηγέτες εξακολουθούν να προσπαθούν να σχηµατίσουν την κυβέρνησή τους», είπε στον Τζόνσον. «Καθώς η κατάσταση είναι ακόµη ρευστή, δεν πρέπει να κάνουµε δηµόσια κάτι που να γείρει την πλάστιγγα». Η ανησυχία ήταν πως, ακόµη και µια ήπια κριτική από την Ουάσιγκτον, µπορεί να ενθάρρυνε ορισµένες «στρατιωτικές κλίκες να διασπαστούν από την οµάδα του πραξικοπήµατος», προκαλώντας την αποτυχία τού ώς τώρα επιτυχούς εγχειρήµατος. Το κύριο πρόβληµα αν δεν έλεγαν τίποτε, σύµφωνα µε τον Ρόστοου, ήταν η πιθανότητα να υπάρξουν επικρίσεις από τους προοδευτικούς και τους διανοουµένους των ΗΠΑ (η αντίθεση των οποίων στον πόλεµο του Τζόνσον στο Βιετνάµ είχε ρίξει σε αναταραχή το ∆ηµοκρατικό Κόµµα). «Το πρόβληµα οξύνεται από το γεγονός ότι ο πιο αµφιλεγόµενος πολιτικός κρατούµενος στην Αθήνα είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος έχει πολλούς φίλους στην εδώ ακαδηµαϊκή κοινότητα. Οι προσωπικοί φίλοι του τηλεφωνούν όλη ηµέρα σε υψηλά ιστάµενους (στο Στέιτ Ντιπάρτµεντ) ρωτώντας για την ασφάλειά του». Ο Ντιν Ρασκ «επισηµαίνει ότι οι πιέσεις για να εκφράσουµε µια άποψη προέρχονται από µια µικρή οµάδα – τους προσωπικούς φίλους του Ανδρέα. Εχει δίκιο» (στο µνηµόνιο του Ρόστοου προς τον Τζόνσον, µε διαβάθµιση «άκρως απόρρητο», 22 Απριλίου 1967).
Τελικά κέρδισε το επιχείρηµα του Ρασκ να µείνουν οι ΗΠΑ σιωπηλές µέχρι να σταθεροποιηθεί η χούντα.
Οταν έδωσε στη δηµοσιότητα µια δήλωση, µία εβδοµάδα αργότερα, ο Ρασκ δεν διατύπωσε επικρίσεις για το πραξικόπηµα, ούτε καν ήπιες, εκφράζοντας αντίθετα ικανοποίηση για το γεγονός ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν γνωστό πως ήταν πολιτικός αιχµάλωτος της χούντας, είχε ζητήσει την «επιστροφή, σύντοµα, στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία». Ετσι ο Ρασκ άρχισε την κουρα διπλωµατική παρωδία των υποτιθέµενων «πιέσεων» των ΗΠΑ επί της χούντας για την «αποκατάσταση της δηµοκρατίας». Οπως εξήγησε σε έγγραφό του οεµπειρογνώµων του Στέιτ Ντιπάρτµεντ για την Ελλάδα Νταν Μπρούστερ, το «σηµαντικό» ήταν «να δηµιουργηθεί η εντύπωση της προόδου».
Η ΠΙΕΣΗ. Αν η επιρροή των φίλων του Ανδρέα δεν ήταν αρκετή για να πιέσει την αµερικανική κυβέρνηση να επικρίνει έστω το πραξικόπηµα, ήταν αρκετή για να δηµιουργήσει στον Τζόνσον ένα εγχώριο πολιτικό πρόβληµα. Πράγµατι, η «µικρή οµάδα» των «προσωπικών φίλων» στους οποίους αναφερόταν απαξιωτικά ο Ρόστοου περιελάµβανε ισχυρές φυσιογνωµίες του κατεστηµένου του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος όπως ο Καρλ Κέισεν, ο πρώην ειδικός βοηθός του προέδρου Κένεντι στην Ουάσινγκτον σε θέµατα εθνικής ασφαλείας, ο οποίος, ως νέος οικονοµολόγος, είχε βοηθήσει τον Ανδρέα να αναπτύξει την πρότασή του για τη δηµιουργία του Κέντρου Οικονοµικών Ερευνών (αργότερα ΚΕΠΕ)· ο Εντµουντ Μπράουν, ο δηµοφιλής πρώην κυβερνήτης της Καλιφόρνιας (και πατέρας του νυν κυβερνήτη της), του οποίου ο Ανδρέας ήταν οικονοµικός σύµβουλος όταν ήταν πρόεδρος του Οικονοµικού Τµήµατος του Πανεπιστηµίου του Μπέρκλεϊ· ο Ουόλτερ Χέλερ, µε τον οποίο ο Ανδρέας µοιραζόταν το γραφείο του στο Πανεπιστήµιο της Μινεσότας και ο οποίος είχε ηγηθεί του ισχυρού Συµβουλίου Οικονοµικών Συµβούλων υπό τον Κένεντι· και ο Τζον Κένεθ Γκαλµπρέιθ, ο µέντορας του Ανδρέα στο Χάρβαρντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πρεσβευτής του Κένεντι στην Ινδία και µόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος της ισχυρής προοδευτικής «δεξαµενής εγκεφάλων» και οργάνωσης λόµπι Αµερικανοί για ∆ηµοκρατική ∆ράση. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Η παρέµβαση του Τζόνσον για την ασφάλεια του Ανδρέα δεν σήµανε το τέλος του προβλήµατος εκ µέρους της αµερικανικής κυβέρνησης. Στις 26 Απριλίου, ο Χαλ Σόντερς στο Συµβούλιο Εθνικής Ασφαλείας έγραψε σε ένα απόρρητο µνηµόνιο προς τον Ρόστοου: «Βολιδοσκοπούµε τον [πρεσβευτή των ΗΠΑ] Φιλ [Τάλµποτ] για τη δυνατότητα να ζητήσουµε από την κυβέρνηση του πραξικοπήµατος απλώς να απελάσει τον Ανδρέα. Ουδείς πιστεύει ότι η πολιτική κατάσταση µπορεί να στρώσει πριν αυτός φύγει από τη σκηνή, έτσι η απέλαση θα κάλυπτε τις εσωτερικές ανάγκες µας, ενώ ταυτόχρονα θα ήταν κέρδος για τη [χουντική] κυβέρνηση. Πιθανόν θα προτιµούσαν να τον σκοτώσουν, αλλά ξέρουν ότι αυτό θα προκαλούσε αφόρητη παγκόσµια αντίδραση».
Σε ένα τηλεγράφηµα προς τον πρεσβευτή Τάλµποτ την ίδια ηµέρα, ο υφυπουργός Εξωτερικών παραδέχεται ότι υπάρχουν κατά τα φαινόµενα ανυπέρβλητα εµπόδια γύρω από την ιδέα να απελαθεί ο Ανδρέας, εντούτοις ζητούσε από τον πρεσβευτή να σχολιάσει κατά πόσο ήταν πιθανό να συµφωνήσει η χούντα, «ιδιαίτερα αν ο Ανδρέας επρόκειτο να απαρνηθεί την ελληνική υπηκοότητα, να υπογράψει µια δέσµευση ότι θα παραµείνει εκτός Ελλάδος ή να παράσχει άλλες παρόµοιες διαβεβαιώσεις. Μολονότι [οι διαβεβαιώσεις αυτές] µπορεί να είχαν µικρή αξία µόλις ο Ανδρέας έφευγε από τη χώρα, θα τον δυσφηµούσαν στα µάτια του ελληνικού κοινού».
Η «µικρή οµάδα» των «προσωπικών φίλων» του Ανδρέα διατήρησε ζωντανό το θέµα στις ΗΠΑ. Στις 7 Ιουνίου, για παράδειγµα, µια δήλωση υπογεγραµµένη από περίπου 500 αµερικανούς καθηγητές εµφανίστηκε στην έγκυρη «Ουάσιγκτον Ποστ» ως διαµαρτυρία για τη συνεχιζόµενη πολιτική καταπίεση που ασκούσε η χούντα και για τα σχέδιά της να δικάσει τον Ανδρέα υπό συνθήκες στρατιωτικού νόµου. Οπως προσφυώς αναφερόταν στη δήλωση, «έχοντας στερήσει από τον Ανδρέα Παπανδρέου τα ουσιώδη δικαιώµατα της υπεράσπισης, έχοντας καταργήσει την ελευθεροτυπία και εκφοβίσει τα δικαστήρια, η χούντα µπορεί να υπολογίζει ότι θα πάρει την ετυµηγορία που θέλει, όσο αντίθετα κι αν είναι τα πραγµατικά γεγονότα». Ωστόσο γι’ αυτούς που αποφάσιζαν την πολιτική των ΗΠΑ, το πρόβληµα µε τη χούντα δεν ήταν η κατάφωρη παραβίαση εκ µέρους της των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, αλλά το γεγονός ότι δεν είχε συναίσθηση των δηµοσίων σχέσεων. Στο Στέιτ Ντιπάρτµεντ, ο Νταν Μπρούστερ υιοθέτησε την άποψη ότι «αυτό που χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η ελληνική χούντα είναι ένας καλός υπεύθυνος δηµοσίων σχέσεων». Σε µια έκθεση στα τέλη Ιουλίου µε θέµα τα «Σχέδια της ελληνικής χούντας για τον Ανδρέα Παπανδρέου», η CIA εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για τις «έως τώρα προφανώς καταστροφικές προσπάθειες δηµοσίων σχέσεων [του καθεστώτος],που κορυφώθηκαν πολύ πρόσφατα µε την άρση της ιθαγένειας της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη».
Ο ΑΣΠΙΔΑ. Σύντοµα τα προβλήµατα δηµοσίων σχέσεων της χούντας επιδεινώθηκαν πολύ. Στις 30 Αυγούστου, το επανειληµµένως αναβληθέν κατηγορητήριο για την υπόθεση ΑΣΠΙ∆Α, όπου ο Ανδρέας κατηγορούνταν για εσχάτη προδοσία, επιτέλους δόθηκε στη δηµοσιότητα. Βασισµένες σε µεγάλο βαθµό κατασκευασµένα στοιχεία, οι κατηγορίες περιέπεσαν σε ανυποληψία µία εβδοµάδα αργότερα, όταν ο µοναδικός αυτόπτης µάρτυρας του εισαγγελέα, ο Ανδρέας Βαχλιώτης, εµφανίστηκε σε συνέντευξη Τύπου και αποκήρυξε την κατάθεσήτου λέγοντας πως ήταν υπαγορευµένη από την ΚΥΠ. Οπως αφηγείται η Μαρ γαρίτα Παπανδρέου στο βιβλίο της «Εφιάλτης στην Αθήνα», η αναίρεση της κατάθεσης του Βαχλιώτη ήταν µια µεγάλη νίκη στην εκστρατεία της για την απελευθέρωση του Ανδρέα – µια εκστρατεία την οποία συντόνιζε µυστικά από την Αθήνα µέσω ενός δικτύου υποστηρικτών του Ανδρέα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η αναµενόµενη δίκη του ΑΣΠΙ∆Α φαινόταν ότι θα αποτελούσε πηγή µεγάλης διεθνούς αµηχανίας προκαλώντας περισσότερους πονοκεφάλους για τους Αµερικανούς, οι οποίοι ανυποµονούσαν να εφαρµόσουν την απόφασή τους «να κινηθούµε προς µια εξοµάλυνση των σχέσεών µας µε την Ελλάδα», η οποία ελήφθη µυστικά στις 6 Ιουλίου σε µια συνάντηση αξιωµατούχων του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, του Στέιτ Ντιπάρτµεντ, του Πενταγώνου, της CIA και της αµερικανικής πρεσβείας. Καθώς η φυλάκιση του Ανδρέα είχε γίνει θέµα µείζονος ενδιαφέροντος σε χώρες όπως η ∆ανία και η Νορβηγία, οι ΗΠΑ αντιµετώπιζαν επίσης προβλήµατα στο να νοµιµοποιήσουν τη χούντα µέσα στο ΝΑΤΟ.
Τότε, στις 13 ∆εκεµβρίου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε τη γνωστή καταστροφική απόπειρα να πάρει τον έλεγχο του στρατού και της χώρας µε το άσχηµα οργανωµένο αντιπραξικόπηµα. Η κίνηση αυτή συνέβαλε σοβαρά στη σταθεροποίηση της εξουσίας της χούντας, ενώ είχε επίσης συνέπειες και για τον Ανδρέα. Μετά τη φυγή της βασιλικής οικογένειας στην Ιταλία, η χούντα δήλωσε ότι δεν θα ασκήσει διώξεις εις βάρος οποιουδήποτε από τους εµπλεκόµενους αξιωµατικούς που έµειναν πίσω. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν σουρεαλιστικό να δικαστούν ο
 Ανδρέας και οι αξιωµατικοί του ΑΣΠΙΔΑ για µια υποτιθέµενη συνωµοσία για την ανατροπή της µοναρχίας. Μία εβδοµάδα αργότερα, µια συνάντηση έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον ανάµεσα σε αξιωµατούχους του Στέιτ Ντιπάρτµεντ και στον ελληνοαµερικανό επιχειρηµατία Τοµ Πάπας, ο οποίος µόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα. Στη συνάντηση, ο φαύλος, µε έδρα τη Βοστώνη, ιδιοκτήτης του µονοπωλιακού πετρελαϊκού συγκροτήµατος ESSO-Pappas της Ελλάδας, αλλά και ευρέως γνωστός για τις διασυνδέσεις του µε τη CIA, ουσιαστικά ανέλαβε τον ρόλο του ανεπίσηµου πρεσβευτή της χούντας στην Ουάσιγκτον. «Το ελληνικό καθεστώς ήθελε να ξέρει ακριβώς τι ήθελαν οι ΗΠΑ από αυτό», εξήγησε ο Πάπας. Σε απάντηση, ο αµερικανός υφυπουργός Στιούαρτ Ρόκγουελ του είπε ότι «ο στόχος των ΗΠΑ είναι να επιστρέψει η Ελλάδα στην οµαλότητα», περιλαµβανοµένης της σύνταξης νέου Συντάγµατος, της πραγµατοποίησης ενός δηµοψηφίσµατος και της ανακοίνωσης ηµεροµηνίας για εκλογές. Ο Ρόκγουελ προσέθεσε πως «η απελευθέρωση πολιτικών κρατουµένων και ιδιαίτερα του Ανδρέα Παπανδρέου θα ήταν επίσης ένα εποικοδοµητικό βήµα». 
Η τελευταία σύσταση σύντοµα πραγµατοποιήθηκε. Την παραµονή των Χριστουγέννων, η χούντα απελευθέρωσε και παρέδωσε στις οικογένειές τους τον Ανδρέα και τους κατηγορουµένους του ΑΣΠΙΔΑ στο πλαίσιο µιας ευρείας αµνηστίας των πολιτικών κρατουµένων. Δεν είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία για την παρασκηνιακή διαδικασία που οδήγησε στην απελευθέρωση. Κάποιο φως ρίχνει ένα σύντοµο σηµείωµα, όπου επιγράφεται απλώς «Ανδρέας» και βρέθηκε στα χαρτιά του Χαρίλαου Λαγουδάκη, του έλληνα ειδικού στο Γραφείο Πληροφοριών και Ερευνας του Στέιτ Ντιπάρτµεντ. Το σηµείωµα φαίνεται ότι αφορά µια επίσκεψη που έκανε στον Ανδρέα µια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Συµβουλευτικής Συνέλευσης, η οποία ερευνούσε την κατάσταση στην Ελλάδα για λογαριασµότου Συµβουλίου της Ευρώπης. Η επίσκεψη πραγµατοποιήθηκε στις 22 Δεκεµβρίου, δύο ηµέρες πριν από την απελευθέρωση του Ανδρέα. Ελληνες αξιωµατούχοι, περιλαµβανοµένου του πρεσβευτή Καλαµίδα, ήταν επίσης παρόντες. Ο Ανδρέας θυµάται πως έγινε µια εκτεταµένη συζήτηση που διήρκεσε δύο ώρες. Ωστόσο, το σύντοµο σηµείωµα που βρέθηκε στα χαρτιά του Λαγουδάκη αφορά µόνο µια «σχετική ερώτηση», στην οποία ζητήθηκε από τον Ανδρέα να απαντήσει. Σύµφωνα µε το σηµείωµα, ο Ανδρέας λέει, «όταν απελευθερωθώ και µπορέσω να σχηµατίσω τη δική µου απροκατάληπτη άποψη για τα γεγονότα, και αν καταλήξω στο συµπέρασµα ότι η περαιτέρω παρουσία µου στην πολιτική αρένα µπορεί να βλάψει την οµαλότητα της εθνικής ζωής της Ελλάδας, τότε µπορεί να αποφασίσω να αφήσω την πολιτική και να κοιτάξω την οικογένειά µου και την επιστήµη µου». Η δήλωση του Ανδρέα δείχνει πως ήξερε ότι η ελευθερία του ήταν κοντά, αλλά ήξερε επίσης ότι η απελευθέρωσή του εξαρτιόταν από την εκδήλωση εκ µέρους του της πρόθεσης να εγκαταλείψει την ελληνική πολιτική.
Οι µάλλον ασθενείς «διαβεβαιώσεις» που έδωσε ο Ανδρέας για να διευκολύνει την απελευθέρωσή του αποδείχθηκε πως «λίγη αξία είχαν όταν ο Ανδρέας αναχώρησε από τη χώρα», όπως είχε προβλέψει ο υφυπουργός Εξωτερικών λίγο µετά το πραξικόπηµα. Το αίσθηµα της αποστασιοποίησης, όµως, ακόµη και αποξένωσης από την πολιτική που µεταφέρεται από τη δήλωσή του, φαίνεται πως δεν ήταν εντελώς προσποιητό. Οι σχεδόν 8 µήνες που έµεινε στην αποµόνωση, τον είχαν καταβάλει. Υπέφερε από υποτροπή των ενδηµικών στοµαχικών προβληµάτων του. Τον Οκτώβριο άρχισε να χάνει σταθερά βάρος. Μετά την απελευθέρωσή του είχε ένα λιποθυµικό επεισόδιο που τον έστειλε στο νοσοκοµείο. Επιπλέον οι πολλές ώρες που πέρασε κοιτάζοντας µέσα από τα κάγκελα του παράθυρου στο κελί του, προβάλλοντας τον εαυτό του στη ζωή που κυλούσε ελεύθερα απέξω, άφησαν προβλήµατα στην όρασή του.
ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Η Μαργαρίτα θυµάται τις ηµέρες µετά τηναπελευθέρωσή τουως τηναρχή του «µακρού, αργού δρόµου του προς τη συναισθηµατική και τη σωµατική ανάρρωση». Πιο ανησυχητική για τη συναισθηµατική ζωή του ήταν η επίδραση που είχε ο εγκλεισµός στην αυτοσυνείδησή του. Ανατρέχοντας στην εµπειρία του από τη φυλακή, ο Ανδρέας είπε στον οικονοµολόγο Τζον Λέτις, πρώην συνάδελφό του στο Μπέρκλεϊ, ότι η αποµόνωση τον οδήγησε σε στιγµές βαθιάς αµφιβολίας για τον εαυτό του, κάνοντάς τον να επανεξετάσει τις πεποιθήσεις του, τον πολιτικό προσανατολισµό του και τον τρόπο σκέψης του. Το φαινόµενο είναι γνωστό στους ψυχολόγους, οι οποίοι παραδέχονται ότι παρατεταµένες περίοδοι αποµόνωσης µπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχή ταυτότητας. Ωστόσο, η συναισθηµατική συγκρότηση του Ανδρέα τον έκανε επίσης ιδιαίτερα ευάλωτο σε αυτού του είδους την κρίση ταυτότητας.
Εκτός από τότεπου αποσυρόταν στη µοναξιά του γραφείου του για να διαβάσει, να σκεφθεί και να γράψει, στον Ανδρέα δεν άρεσε ποτέ να είναι µόνος. Κοινωνικός από τη φύση του, ήταν ενθουσιώδης, διασκεδαστικός αφηγητής ιστοριών, µια «µαγνητική προσωπικότητα» που είχε το χάρισµα να γίνεται το κέντρο της προσοχής.
Εντούτοις σηµαντικότερη για τον Ανδρέα ήταν µάλλον η ανάγκη για την παρουσία άλλων, παρά η ευκαιρία να εκδηλώνει την προσωπική γοητεία του. Ανδρας µε ακατάπαυστη ενέργεια και ευφυΐα, ο Ανδρέας είχε το πάθος να ξεκινάει συλλογικά εγχειρήµατα και να αναλαµβάνει την ηγεσία τους. Η ενθουσιώδης στράτευσή του µε τον κόσµο έφθανε στον πυρήνα αυτού που ήταν. Αποµονωµένος στο κελί της φυλακής του χωρίς τη χειροπιαστή παρουσία ενός κόσµου µε τον οποίο να αλληλεπιδρά, ο Ανδρέας βρέθηκε κυριευµένος από αβεβαιότητα και αµφιβολία.
Στις 15 Ιανουαρίου 1968, έχοντας πάρει το ελληνικό διαβατήριό του απευθείας από τον Παττακό, ο Ανδρέας ανέβηκε σε µια πτήση της Air France µε τη Μαργαρίτα και τα παιδιά και κατευθύνθηκαν προς την εξορία στο Παρίσι, όπου ο εξάδελφός του Σίγκµουντ Μινέικο τούς είχε νοικιάσει ένα διαµέρισµα. Καθώς ο Ανδρέας προετοιµαζόταν γιατην πρώτησυνέντευξη Τύπου που θαέδινε ως εξόριστος, η Μαργαρίτα φοβόταν ότι η επίδοσή του µπορεί να ήταν κακή.
Αντίθετα, θυµάται, «ήρθη στο ύψος της περιστάσεως». Ο Ανδρέας είχε επιστρέψει στον κόσµο – και ο κόσµος σε αυτόν. Εξι εβδοµάδες αργότερα, έπειτα από µια πολιτική περιοδεία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ανακοίνωσε στη Στοκχόλµη την ίδρυση του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήµατος (ΠΑΚ) για να συντονίσει την αντίσταση εναντίον της χούντας µέσα και έξω από την Ελλάδα. Τα µακρά, σκοτεινά χρόνια ενός νέου και πιο δύσκολου «ανένδοτου αγώνα» είχαν αρχίσει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου