Της ΠΟΠΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ*
Η τηλεοπτική μεταφορά της ογκώδους τριλογίας του Τάσου Αθανασιάδη (1.500 σελ.) «Οι Πανθέοι» υπήρξε μία ακόμη από τις μεγάλες επιτυχίες των πρώτων χρόνων της εγχώριας τηλεόρασης, που διασώζεται και αυτή αποκλειστικώς στη νοσταλγική μνήμη της μεσήλικης (και μεγαλύτερης) Ελλάδας για τις πρώτες τηλεοπτικές απολαύσεις της.
Με τη σκηνοθετική υπογραφή ενός μαέστρου στην ατμοσφαιρική
αναπαράσταση εποχής, που κατάφερνε να δημιουργεί την αίσθηση της φιλόδοξης υπερπαραγωγής, του Βασίλη Γεωργιάδη, τα άφθονα μυθιστορηματικά κλισέ της οικογενειακής σάγκα του Αθανασιάδη βρήκαν την ιδανικότερη σαπουνοπερική τους απόδοση.
Το έργο του Αθανασιάδη θεωρείται «τοιχογραφία» μιας Ελλάδας που έσβησε με τον πόλεμο, αν και περιορισμένη, καθώς αφορά τη μυθολογία μιας μεγαλοαστικής Ελλάδας που ελάχιστα - ώς καθόλου - εμφανίζεται να τη συμπληρώνει η σκληρή πραγματικότητα ενός τόπου όπου ακούγονταν παντού οι θρήνοι της προσφυγιάς και τα πολυπληθή λαϊκά στρώματα αγωνίζονταν για τα ελάχιστα της επιβίωσης.
Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, συναρπαστική τηλεόραση έκαναν πάντα τα ωραία παραμύθια και αυτό το οποίο μάγεψε το φιλοθέαμον της ασπρόμαυρης εποχής της τηλεόρασης ήταν κυρίως το παράνομο ερωτικό πάθος μεταξύ της Μάρμως Πανθέου (ρόλος που εκτίναξε στα ύψη τη δημοτικότητα της Κάτιας Δανδουλάκη) και του ανιψιού τού συζύγου της, καλλιτέχνη, όπως όριζαν άλλωστε τα μυθιστορηματικά στερεότυπα της εποχής, Κίτσου (ρόλος που καθιέρωσε ως ζεν πρεμιέ τον Στέλιο Καλογερόπουλο).
Οσο για το μεγάλο σουξέ των «Πανθέων» που εν τέλει συνοψίστηκε στο σουξέ του παράνομου πάθους της Μάρμως και του Κίτσου, ίσως δεν θα ήταν τέτοιο, αν δεν συμπλήρωνε ιδανικά το ερωτικό τρίγωνο ο ρόλος του συζύγου Ανδρέα Πανθέου, πρότυπο προστατευτικής αγάπης και αφοσίωσης, με έναν Αγγελο Αντωνόπουλο να αποδεικνύεται ιδανικός ερμηνευτής του.
Η ιστορία εκτυλίχθηκε σε ακριβώς 100 επεισόδια από τον Απρίλιο του 1977 ώς τον Ιούνιο του 1979 - τότε δεν σταματούσαν τα σίριαλ το καλοκαίρι -, ξεκινώντας από τον θάνατο του πάτερ φαμίλια Βλάση Πανθέου, ο οποίος συγκέντρωσε όλη την οικογένεια στο αρχοντικό. Τότε συνάντησε και ο μποέμ, γοητευτικός Κίτσος την πανέμορφη Μάρμω, νεαρότατη σύζυγο του αρκετά μεγαλύτερού της Ανδρέα Πανθέου, ο οποίος στη συνέχεια εμφανίζεται να αναλαμβάνει υπουργικό θώκο.
Ανάμεσα στις ρομαντικές ερωτικές ιστορίες βρίσκει χώρο, αν και ελάχιστο στην τηλεοπτική εκδοχή του έργου, και μια λάιτ αναφορά στην πολιτική πραγματικότητα του μεσοπολέμου, και δη της Ελλάδας, αν και αυτό που προβάλλεται περισσότερο είναι η προσπάθεια να διαφυλαχτεί η οικογενειακή παράδοση ως το μοναδικό συστατικό που θα συντηρήσει τη δύναμή της, στα μεγαλοαστικά ήθη, στον πουριτανισμό της εποχής που συγκρούεται με την ανάγκη ελευθερίας στις ερωτικές επιλογές των νεοτέρων και το ανθρώπινο ολίσθημα, στον παράνομο έρωτα, ο οποίος εν τέλει απειλεί ολόκληρο το οικοδόμημα.
Το καστ συμπεριέλαβε πολλούς παλιούς γνωστούς θεατρικούς ηθοποιούς, αλλά και μερικά από τα καινούργια τότε φυντάνια. Η Μαρία Αλκαίου στον ρόλο της τρυφερής θείας Καλής, η Αλέκα Παΐζη, αλλά και ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Φαίδων Γεωργίτσης στον ρόλο του ερωτευμένου Στάθη με τη Θάλεια (Ανθή Ανδρεοπούλου), η Ντόρα Βολανάκη, η Τζένη Ζαχαροπούλου.
*Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ της 29ης Αυγούστου 2012
Η τηλεοπτική μεταφορά της ογκώδους τριλογίας του Τάσου Αθανασιάδη (1.500 σελ.) «Οι Πανθέοι» υπήρξε μία ακόμη από τις μεγάλες επιτυχίες των πρώτων χρόνων της εγχώριας τηλεόρασης, που διασώζεται και αυτή αποκλειστικώς στη νοσταλγική μνήμη της μεσήλικης (και μεγαλύτερης) Ελλάδας για τις πρώτες τηλεοπτικές απολαύσεις της.
Με τη σκηνοθετική υπογραφή ενός μαέστρου στην ατμοσφαιρική
αναπαράσταση εποχής, που κατάφερνε να δημιουργεί την αίσθηση της φιλόδοξης υπερπαραγωγής, του Βασίλη Γεωργιάδη, τα άφθονα μυθιστορηματικά κλισέ της οικογενειακής σάγκα του Αθανασιάδη βρήκαν την ιδανικότερη σαπουνοπερική τους απόδοση.
Το έργο του Αθανασιάδη θεωρείται «τοιχογραφία» μιας Ελλάδας που έσβησε με τον πόλεμο, αν και περιορισμένη, καθώς αφορά τη μυθολογία μιας μεγαλοαστικής Ελλάδας που ελάχιστα - ώς καθόλου - εμφανίζεται να τη συμπληρώνει η σκληρή πραγματικότητα ενός τόπου όπου ακούγονταν παντού οι θρήνοι της προσφυγιάς και τα πολυπληθή λαϊκά στρώματα αγωνίζονταν για τα ελάχιστα της επιβίωσης.
Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, συναρπαστική τηλεόραση έκαναν πάντα τα ωραία παραμύθια και αυτό το οποίο μάγεψε το φιλοθέαμον της ασπρόμαυρης εποχής της τηλεόρασης ήταν κυρίως το παράνομο ερωτικό πάθος μεταξύ της Μάρμως Πανθέου (ρόλος που εκτίναξε στα ύψη τη δημοτικότητα της Κάτιας Δανδουλάκη) και του ανιψιού τού συζύγου της, καλλιτέχνη, όπως όριζαν άλλωστε τα μυθιστορηματικά στερεότυπα της εποχής, Κίτσου (ρόλος που καθιέρωσε ως ζεν πρεμιέ τον Στέλιο Καλογερόπουλο).
Οσο για το μεγάλο σουξέ των «Πανθέων» που εν τέλει συνοψίστηκε στο σουξέ του παράνομου πάθους της Μάρμως και του Κίτσου, ίσως δεν θα ήταν τέτοιο, αν δεν συμπλήρωνε ιδανικά το ερωτικό τρίγωνο ο ρόλος του συζύγου Ανδρέα Πανθέου, πρότυπο προστατευτικής αγάπης και αφοσίωσης, με έναν Αγγελο Αντωνόπουλο να αποδεικνύεται ιδανικός ερμηνευτής του.
Η ιστορία εκτυλίχθηκε σε ακριβώς 100 επεισόδια από τον Απρίλιο του 1977 ώς τον Ιούνιο του 1979 - τότε δεν σταματούσαν τα σίριαλ το καλοκαίρι -, ξεκινώντας από τον θάνατο του πάτερ φαμίλια Βλάση Πανθέου, ο οποίος συγκέντρωσε όλη την οικογένεια στο αρχοντικό. Τότε συνάντησε και ο μποέμ, γοητευτικός Κίτσος την πανέμορφη Μάρμω, νεαρότατη σύζυγο του αρκετά μεγαλύτερού της Ανδρέα Πανθέου, ο οποίος στη συνέχεια εμφανίζεται να αναλαμβάνει υπουργικό θώκο.
Ανάμεσα στις ρομαντικές ερωτικές ιστορίες βρίσκει χώρο, αν και ελάχιστο στην τηλεοπτική εκδοχή του έργου, και μια λάιτ αναφορά στην πολιτική πραγματικότητα του μεσοπολέμου, και δη της Ελλάδας, αν και αυτό που προβάλλεται περισσότερο είναι η προσπάθεια να διαφυλαχτεί η οικογενειακή παράδοση ως το μοναδικό συστατικό που θα συντηρήσει τη δύναμή της, στα μεγαλοαστικά ήθη, στον πουριτανισμό της εποχής που συγκρούεται με την ανάγκη ελευθερίας στις ερωτικές επιλογές των νεοτέρων και το ανθρώπινο ολίσθημα, στον παράνομο έρωτα, ο οποίος εν τέλει απειλεί ολόκληρο το οικοδόμημα.
Το καστ συμπεριέλαβε πολλούς παλιούς γνωστούς θεατρικούς ηθοποιούς, αλλά και μερικά από τα καινούργια τότε φυντάνια. Η Μαρία Αλκαίου στον ρόλο της τρυφερής θείας Καλής, η Αλέκα Παΐζη, αλλά και ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Φαίδων Γεωργίτσης στον ρόλο του ερωτευμένου Στάθη με τη Θάλεια (Ανθή Ανδρεοπούλου), η Ντόρα Βολανάκη, η Τζένη Ζαχαροπούλου.
*Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ της 29ης Αυγούστου 2012
Τραγικο οτι σβηστηκε ΚΑΙ αυτο το αριστουργημα....
ΑπάντησηΔιαγραφή